Συνεντεύξεις

 

Η Έλενα Σταγκουράκη απαντά σε ερωτήσεις 

της Κάτιας Παπαδοπούλου για τον Mikrocosmo


Η “Γυναικεία Κραυγή” κατά της βίας σιωπά ποτέ

 
Ένα φεστιβάλ που στόχο έχει να «σπάσει» τη σιωπή γύρω από το θέμα της βίας που υφίστανται οι γυναίκες, ετοιμάζει το Διεθνές Κίνημα Ποιητριών. Μάλιστα, φέτος στην Ελλάδα θα συμμετέχουν στις «Γυναικείες Κραυγές» 41 χώρες από τη Γαλλία, την Ιταλία, τη Γερμανία ως το Καζακστάν, την Τανζανία, την Ινδία…Η Έλενα Σταγκουράκη, η εκπρόσωπος του Διεθνούς Κινήματος Ποιητριών στην Ελλάδας μιλάει για τον επόμενο στόχο και τα σχέδια του φεστιβάλ:

Τι είναι το Διεθνές Φεστιβάλ «Γυναικεία Κραυγή»; Πόσα χρόνια μετράει; Ήταν μια ιδέα του Διεθνούς Κινήματος Ποιητριών;
Όντως, το Φεστιβάλ ήταν ιδέα και πρωτοβουλία του Διεθνούς Κινήματος Ποιητριών και ξεκίνησε από τη Λατινική Αμερική, συγκεκριμένα τη Δομινικανή Δημοκρατία, το 2011. Στόχος του Φεστιβάλ είναι η ευαισθητοποίηση και η κινητοποίηση ενάντια στη βία που υφίστανται οι γυναίκες, φαινόμενο που στη Λατινική Αμερική έχει τρομακτικές διαστάσεις. Από την Αφρική και την Ασία ως την «πολιτισμένη» Δύση με το 1/3 των γυναικών να πέφτει θύμα βίας –σύμφωνα με επίσημη έρευνα της Ε.Ε.–, η έμφυλη βία είναι γεγονός, το οποίο συχνότατα συνοδεύεται από σιωπή. Σιωπή ιχθύος, θα έλεγα. Αυτήν ακριβώς τη σιωπή έρχεται να καταρρίψει το Φεστιβάλ, όχι με φωνή, αλλά με κραυγή. Με την εξωτερίκευση της βουβής κραυγής τόσων γυναικών σε όλον τον κόσμο.

 
Η κραυγή των γυναικών που έχουν πέσει θύματα βίας, εκτιμάτε ότι είναι δυνατή ή είναι μόνο εσωτερική και δεν βγαίνει προς τα έξω;
Παρακολουθώ στενά τα όσα συμβαίνουν σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο αναφορικά με τη βία που υφίστανται οι γυναίκες, και η δραστηριοποίησή μου δεν εξαντλείται στον ένα μήνα που λαμβάνει χώρα το Φεστιβάλ. Η εκτίμησή μου είναι ότι δυστυχώς η έμφυλη βία παραμένει εν πολλοίς ταμπού, κάτι που συμβαίνει πίσω από ερμητικά κλεισμένες πόρτες ή/και συνοδεύεται από σιωπή ενοχής (από τις γυναίκες-θύματα) ή συνενοχής (από τον περίγυρο). Από την άλλη, αναλαμβάνονται πρωτοβουλίες είτε από το κράτος είτε από μη-κυβερνητικές οργανώσεις που αυξάνουν την ευαισθητοποίηση απέναντι σε αυτό το ζήτημα. Είναι και τα ακραία περιστατικά της Ανατολής, σε Ινδία, Ιράν, Πακιστάν, ακόμη και στη γειτονική μας Τουρκία που ξεσηκώνουν διεθνή κατακραυγή και δίνουν κουράγιο. Για να απαντήσω λοιπόν με δυο λέξεις στην ερώτησή σας, θεωρώ ότι η φωνή των γυναικών που έχουν πέσει θύμα βίας είναι ακόμη αδύναμη, όμως γίνεται ολοένα ηχηρότερη. Και αυτός είναι ο στόχος μας.

 
Για άλλη μια χρονιά διοργανώσατε στην Αθήνα, ως εκπρόσωπος του Διεθνούς Κινήματος Ποιητριών (MPI), ένα φεστιβάλ που στόχο έχει να «σπάσει» τη σιωπή γύρω από το θέμα της βίας που υφίστανται οι γυναίκες. Ποια είναι τα πρώτα συμπεράσματα, οι πρώτες εντυπώσεις;
Στόχος μας είναι η «Γυναικεία Κραυγή» να γίνεται ολοένα ευρύτερη, άρα και ηχηρότερη και αποτελεσματικότερη, ώστε να συμβάλουμε στην καταπολέμηση της βίας απέναντι στις γυναίκες. Φέτος αποδείχτηκε ότι σιγά-σιγά πετυχαίνουμε το στόχο αυτό: περισσότεροι άνθρωποι συμμετέχουν, περισσότεροι μας στηρίζουν, περισσότεροι ευαισθητοποιούνται. Το ενδιαφέρον ολοένα αυξάνει.

Φέτος υπήρξε μεγαλύτερη συμμετοχή σε σχέση με τις άλλες χρονιές;
Με διαφορά! Αυτό οφείλεται τόσο στο πλήθος και το εύρος των εκδηλώσεων (μεταξύ άλλων και γεωγραφικό), όσο και στην αυξανόμενη ευαισθητοποίηση που επιτυγχάνεται. Ειδικά το ενδιαφέρον της Κρήτης, σε Χανιά και Κίσαμο, υπήρξε συγκινητικό.

Τα φαινόμενα βίας με στόχο τις γυναίκες έχουν αυξηθεί;
Η απάντηση αυτού του ερωτήματος είναι εξαιρετικά δύσκολη, δεδομένου ότι εμπλέκεται πλήθος παραγόντων: Ποιος είναι ο χρονικός, τοπικός, ηλικιακός, κοινωνικός και οικονομικός ορίζοντας εν προκειμένω; Επιπλέον, ακόμη και τα στατιστικά στοιχεία δεν μπορεί παρά να είναι σχετικά και ενδεικτικά, καθώς πρόκειται για θέμα ιδιαίτερα ευαίσθητο, κάποτε και απόρρητο.

Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα έχει παίξει ρόλο;
Αναμφίβολα! Για την Ελλάδα της κρίσης μπορούμε να πούμε με ασφάλεια ότι τα φαινόμενα έμφυλης βίας έχουν αυξηθεί, δεδομένης της οικονομικής εξάρτησης συχνά της γυναίκας από τον σύζυγο-σύντροφό της (οι γυναίκες πλήττονται περισσότερο από την ανεργία). Και στο χώρο εργασίας όμως οι γυναίκες, υπό την απειλή της απόλυσης, πέφτουν συχνότερα θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης. Πέραν αυτών, η οικονομική δυσχέρεια οδηγεί σε ψυχολογική πίεση, η οποία σε μια σχέση αποτυπώνεται άλλοτε ως απομάκρυνση των συντρόφων, άλλοτε ως ξέσπασμα οργής και άλλοτε ως σωματική βία. Η πίεση λοιπόν ή η βία εξαιτίας της οικονομικής κρίσης είναι σήμερα δεδομένη.

Έχετε μιλήσει, έχετε έρθει σε επαφή με κακοποιημένες γυναίκες; Δημοσιοποιούν το γεγονός ότι έπεσαν θύματα βίας ή προτιμούν τον δρόμο της σιωπής;
Βέβαια! Είναι κάτι αυτονόητο και αναμενόμενο από τη στιγμή που δραστηριοποιούμαι στον τομέα της βίας κατά των γυναικών. Οι ίδιες έρχονται να μου μιλήσουν, ευκολότερα δε όταν το έχουν ξεπεράσει ή βρίσκονται σε αυτή τη διαδικασία. Στην Κρήτη μια άγνωστη γυναίκα ήρθε, με φίλησε, μου είπε την ιστορία της και ζήτησε το τηλέφωνό μου. Άλλη όμως, που έμαθα πως υποφέρει, ήρθε, με χαιρέτησε, και αντί γι’ αυτήν, μίλησε το (εξού και φευγαλέο) βλέμμα της. Δυστυχώς οι περισσότερες γυναίκες ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία ή ούτε καν σε αυτήν.

Πιστεύετε ότι η βία θα έχει ένα τέλος; Μπορούμε να βρούμε μια λύση;
Το θεωρώ μάλλον απίθανο να εκλείψει η βία από προσώπου γης και δια παντός. Πιστεύω όμως στην προσπάθεια να δαμάσει ο άνθρωπος το θηρίο μέσα του. Στόχος είναι ο περιορισμός της βίας όσο γίνεται περισσότερο, δίχως αυταπάτες.

Θεωρείτε ότι το συγκεκριμένο θέμα το βάλαμε στο συρτάρι και πρέπει να το επαναφέρουμε στο προσκήνιο και να ρίξουμε φως;
Πολλά θέματα χρήζουν συχνής υπενθύμισης, καθώς ο άνθρωπος έχει την τάση να ξεχνά. Σε αυτήν προστίθενται μια διαβρωτική καθημερινότητα και οι σύγχρονοι καταιγιστικοί ρυθμοί ζωής που τον σπρώχνουν στην αδιαφορία και τον εκβαρβαρισμό. Την εποχή του iPhone 6, ποιος να νοιαστεί για τον άστεγο στην πόρτα ή τη γειτόνισσα με το μαυρισμένο μάτι;

 
Τα περισσότερα περιστατικά καταγράφονται σε μεγάλες πόλεις ή σε μικρές περιοχές;
Τα περισσότερα περιστατικά ίσως καταγράφονται στις πόλεις λόγω της ανωνυμίας που τις χαρακτηρίζει, ωστόσο ίσως συμβαίνουν σε μεγαλύτερο βαθμό στην επαρχία. Κάτι αντίστοιχο ισχύει και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπου η Σουηδέζα θα καταγγείλει –λόγω εύρωστων θεσμών και δομών– την κακοποίηση ευκολότερα απ’ ό,τι π.χ. η Ουκρανή. Τα στοιχεία δεν μπορεί παρά να είναι ενδεικτικά.

Διοργανωτής του Διεθνούς Φεστιβάλ «Γυναικεία Κραυγή» είναι το Διεθνές Κίνημα Ποιητριών και εσείς είστε η επίσημη εκπρόσωπός του στην Ελλάδα. Τελικά η ποίηση πώς μας βοηθά;
Η ποίηση εν προκειμένω είναι ένα μέσο ευαισθητοποίησης και μάλιστα όχι τόσο ‘εξωραϊστικό’ όπως ίσως θα υπέθετε κανείς. Το ποίημα για παράδειγμα «Η μπαλάντα του trafficking» ή το «H(i)story» της Σοφίας Κολοτούρου είναι έξοχα και συνάμα σκληρά ποιήματα για τη βία κατά των γυναικών. Το Φεστιβάλ όμως περιλαμβάνει και άλλες τέχνες, εικαστικές, θέατρο, μουσική, κινηματογράφο κλπ.

Το επόμενο ραντεβού σας πότε είναι;
Ανανεώσαμε το ραντεβού μας για το Μάρτιο του 2016 με την 6η «Γυναικεία Κραυγή». Ωστόσο ο αγώνας για τα δικαιώματα των γυναικών και τα ανθρώπινα δικαιώματα εν γένει είναι καθημερινός— δεν σταματά ποτέ. 



Πρώτη δημοσίευση: 
Ιστότοπος Microkosmos (http://www.mikrocosmos.gr/elenastagkouraki/)

 

  ____________________________

 

 

   Φωτογραφία: Έλενα Σταγκουράκη

«Την καλύτερη ξενιτιά την έχουμε μέσα μας...» 

Μια συνομιλία της Ελένης Μαρινάκη με την Έλενα Σταγκουράκη





Επιτέλους θάλασσα! Με το βλέμμα στραμμένο στο λαμπυρίζον μπλε της και την ακοή σαγηνεμένη από έναν φλοίσβο ανεπαίσθητο, φτάνω στο «Μικρό καφέ», κοντά στην ποιητικά ονομασμένη «Πύλη της άμμου» στα Χανιά. Εκεί θα συναντήσω και θα συνομιλήσω με την ποιήτρια Ελένη Μαρινάκη. Κι ανυπομονώ.



Ε.Σ.: Χανιώτισσα, νησιώτισσα, αλλά στην ποίησή σας –με εξαίρεση την τελευταία συλλογή όπου υπάρχει πλήθος αναφορών– η θάλασσα δεν παίζει κεντρικό ρόλο. Η Ελένη Μαρινάκη στα ποιήματά της μιλάει κυρίως για τη θάλασσα μέσα της ή πρόκειται για συμπέρασμα εσφαλμένο; 


Ε.Μ.: Όχι, δεν κάνετε λάθος, θα μπορούσαμε να πούμε πως το τοπίο μέσα μου είναι πολλές φορές τρικυμιώδες, αυτή είναι εξάλλου μια καλή δικαιολογία για να γράφει κανένας ποιήματα.   


 



Ε.Σ.: Στην πιο πρόσφατη ποιητική σας συλλογή, «Ο χρόνος τότε», κυριαρχεί η αίσθηση, η περιγραφή και η εικόνα της βύθισης. (Γράφετε για «Βύθισμα», «Κατάβαση», «Κατάρρευση», «χαράδρες», «χαντάκια», «σχισμές», «βυθό».) Υπονοείτε το θάνατο, τη βύθιση στο υποσυνείδητο, την γενικότερη κατάπτωση, όλ’ αυτά μαζί ή (και) κάτι άλλο;


Ε.Μ.: Δεν είναι μόνο η αναφορά στο θάνατο. Κυρίως περιγράφω το βύθισμα στη μνήμη και τον χρόνο, στο παρελθόν και το παρόν όπως αποτυπώνονται μέσα μου. Είναι η υποφωτισμένη πλευρά της ζωής, το κλικ της μηχανής στο αμετάκλητο.






Ε.Σ.: Η ακριβώς προηγούμενη συλλογή σας τιτλοφορείται «Σε ξένο ουρανό», ωστόσο, πέραν των σπουδών και της πρότερης πολύχρονης διαμονής σας στην Αθήνα, δεν έχετε γνωρίσει την ξενιτιά. Ποιος είναι για ’σας αυτός ο ξένος ουρανός;


Ε.Μ.: Η ξενιτιά δεν ορίζεται κατ’ανάγκην μόνο γεωγραφικά. Όπως λέω στο ποίημα «Ποια ξένα», «την καλύτερη ξενιτιά την έχουμε μέσα μας». Ξενιτιά και ο ουρανός. Όταν ήμουν μικρή, με κοίμιζε η μητέρα μου με μια προσευχή που τώρα δεν τη θυμάμαι, θυμάμαι όμως πως με παρέπεμπε στον ουρανό, όπου θα κατοικούσαμε κάποτε για πάντα. Αυτό το «για πάντα» δεν μπορούσα να το χωρέσω μέσα μου, γύριζε ξανά και ξανά, στροβιλιζόταν στη φαντασία μου και στο τέλος δεν άντεχα άλλο, δεν ήθελα τέτοια φιλοξενία, αυτός ο θόλος γινόταν εφιάλτης, δεν με ανάπαυσε ποτέ. Ακόμα δεν ξέρω τί κρύβεται εκεί πάνω, το κοίλο είναι για μένα ένα τεράστιο ερώτημα. Γιατί και η πιο ζεστή αγκαλιά μπορεί να γίνει εύκολα τάφος.






Ε.Σ.: «Έρχεται με παράνομα CD/ με σκόρπια μεσημέρια της ζωής του/ μόλις ακούγεται η ανάσα της φωνής του/ φεύγει με αναπάντητα γιατί.» Εδώ θίγεται άμεσα η παράνομη μετανάστευση, ένα θέμα όχι και τόσο συνηθισμένο στην ποίηση, αν και συνιστά αναμφίβολα κομμάτι και πληγή της σημερινής πραγματικότητας. Εσείς πώς το βλέπετε αυτό;


Ε.Μ.: Η ποίηση δεν είναι ξεκομμένη από την πραγματικότητα, ο κόσμος γύρω μας υπάρχει με την καθημερινότητά του που πολλές φορές μας βρίσκει απροετοίμαστους να την αντιμετωπίσουμε. Οι μετανάστες, άνθρωποι ξεριζωμένοι, τόσο κοντά μας με την διαφορετικότητά τους, με την αγωνία της επιβίωσης, δεν γίνεται να μη μας απασχολούν. Βιώνουμε τη δυσκολία τους να ενσωματωθούν στη δική μας κοινωνία και ζωή και είναι φυσικό να υπάρχουν μέσα στην κάθε είδους έκφρασή μας.






Ε.Σ.: «Με τ’απαραίτητα/ θα συνεχίσουμε,/ τα λίγα/ θα μας διδάξουνε/ αρίθμηση» … «Σε δύσκολους κόμβους/ θα μετρήσουμε/ την αντοχή μας». Να διαβάσουμε σ’αυτούς τους στίχους μιαν αναφορά σας στην κρίση που ήδη τότε, εν έτει 2008, διαφαινόταν και σήμερα μας μαστίζει;  Έχει επηρεάσει η κρίση την ποιητική σας δημιουργία;


Ε.Μ.: Ό,τι συμβαίνει γύρω μας δεν μπορεί να μην μας επηρεάζει. Η κρίση βέβαια των αξιών μετριέται με το δικό μας εσωτερικό μέτρο. Η ποσότητα, ως γνωστόν, δεν παραπέμπει πάντα στην ποιότητα, είναι ανάγκη να αφαιρέσουμε φορτίο για να μη βυθιστούμε, να συμπυκνωθούμε για να πλησιάσουμε την τελειότητα, να αναζητήσουμε το ελάχιστο για να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον κόσμο.






Ε.Σ.: Στον «Ξένο ουρανό», γράφετε: «Παρακαλώ/ κρατήστε μου/ μια θέση·/ όχι κατ’ανάγκην/ στο καλύτερο θεωρείο./ Μπορώ να βλέπω/ και από απόσταση». Η Μαρινάκη προτιμά να ζει και να παρατηρεί τη ζωή από την πρώτη γραμμή ή όντως από απόσταση; Με μαχητικότητα ή διάθεση στοχαστική; Και πώς εξηγείται το παράπονο στο «Χρόνο τότε»: «Δεύτερη, είπα,/ πάντα δεύτερη θα έρχομαι.»;


Ε.Μ.: Παρόλο που κοιτάζοντας τα πράγματα από κοντά εισχωρούμε βαθιά μέσα τους, εν τούτοις είναι απαραίτητη η απόσταση για να τους δώσουμε τις «κανονικές» τους διαστάσεις, για να τα βάλουμε στη θέση τους, αν υποθέσουμε πως υπάρχει η κατάλληλη θέση για το κάθε τι. Και επειδή ρωτάτε για τη δική μου θέση, αν η μαχητικότητα ορίζεται με τυμπανοκρουσίες και ιαχές, εγώ δεν είμαι της πρώτης γραμμής. Από μικρή προτιμούσα τα μετόπισθεν είτε από φόβο αλλά κυρίως για να καταλάβω τί ακριβώς γίνεται σ’αυτόν τον πόλεμο της ζωής που διαρκώς μας ζητά να είμαστε παρόντες, να τα προφταίνουμε όλα. Εγώ αργώ σε τέτοιους βηματισμούς και ξέρετε, ακόμα και αν γνωρίζω πως όλα σχεδόν τα έπαθλα είναι σημαδεμένα, ανθρώπινο είναι να πικραίνομαι όταν δεν τα παίρνω.






Ε.Σ.: Ας  πάμε τώρα στις προηγούμενες συλλογές σας. Στο «Τώρα αίμα» περιγράφετε τρόπον τινά μιαν αδυναμία επικοινωνίας, ενώ ταυτόχρονα αναφέρεστε συχνότατα και φαίνεται ν’αγαπάτε συστατικά του λόγου. Τί να πιστέψουμε για την Μαρινάκη, προτιμά να μιλά ή να σιωπά ή μήπως να μιλά σιωπώντας; Ή πάλι βλέπει στις «λέξεις» και τη «σύνταξη» ένα μέσο οργάνωσης του χάους; 


Ε.Μ.: Η σιωπή είναι η θέση που προτιμώ όταν δεν έχω απαντήσεις. Και επειδή αναφέρατε το χάος που το ορίζω σαν έναν άχρωμο τόπο, εφευρίσκω κάθε φορά τα χρώματα και τις λέξεις για να μπορέσω να το κατανοήσω. Είναι τα εργαλεία μου, με άλλα λόγια ψηλαφώ τον ήχο του κόσμου και πάντα διαπιστώνω πως δεν τον άκουσα καλά.


 



Ε.Σ.: Χρησιμοποιείτε πολύ τα χρώματα, στην τελευταία συλλογή σας δεσπόζει το άσπρο, ενώ παλαιότερα το κίτρινο, το οποίο φαίνεται να έχει ειδικό βάρος στην ποίησή σας, συχνά ως αντίστιξη στο κόκκινο και κάποτε ως σύμβολο του παρελθόντος. Τί σημαίνει το κίτρινο στην ποίηση της Μαρινάκη και τι καλείται να δηλώσει πρόσφατα το λευκό;


Ε.Μ.: Πράγματι, το κίτρινο με ακολουθεί από κοντά, είτε ως ώχρα στους τοίχους μιας φυλακής, είτε ως στίγμα πάνω στο μεσημέρι. Το έχω βιώσει ως εφιάλτη και συνδέεται άμεσα με την παιδική μου ηλικία. Ήταν η αρρώστια της θείας, ο αέρας μιας κίνησης αντίστροφης προς τη ζωή. Είναι ακόμα η σκιά που μου αναλογεί φαίνεται, για να μην εφησυχάζω. Το άσπρο υπάρχει και σε άλλες μου ποιητικές συλλογές, όχι τόσο έντονα ίσως όσο στην τελευταία. Δηλώνει το χάος, τη χωρίς τέλος κατάβαση, την άηχη οδύνη, το βάραθρο, την αιώνια αγωνία.






Ε.Σ.: Κάπου γράφετε: «φόρεμα στενό συνήθισα την αγάπη.» Η αγάπη κατά τη γνώμη σας είναι φόρεμα στενό; Μπορεί να υπάρξει ευρύχωρο, και πώς μακροημερεύει καλύτερα;



Ε.Μ.: Στα παιδικά μου χρόνια με έσφιξε πολύ αυτό το φόρεμα, το αιστάνθηκα σαν απουσία. Με τον καιρό άρχισε να μου χαρίζει πλάτος, πάντα όμως υπάρχει ο φόβος της ασφυξίας.


 



Ε.Σ.: Στο ίδιο ποίημα, διαπιστώνετε: «Ανεπίδεκτη ακόμα στην αριθμητική/ μετράω λάθος τις προθέσεις». Παίζουν για σας ρόλο οι προθέσεις ή μόνο το αποτέλεσμα μετράει;



Ε.Μ.: Σας είπα, δεν είμαι καλή στην αριθμητική και εκτός από τις προθέσεις κάνω λάθος και στις προσθέσεις. Αθροίζω ανόμοια πράγματα με αποτέλεσμα σχεδόν πάντα να χάνω.


 



Ε.Σ.: Στις συλλογές σας υπάρχουν άμεσες ή έμμεσες αναφορές στο δημοτικό τραγούδι. Παρά ταύτα, είναι στον «Ξένο ουρανό» που γράφετε περισσότερο έμμετρα και το ακολουθείτε και ρυθμικά. Πώς ερμηνεύεται αυτή η εξέλιξη; Πρόκειται όντως για τέτοια ή απλώς για έναν άλλον τρόπο έκφρασης;



Ε.Μ.: Το δημοτικό τραγούδι μπήκε στη ζωή μου όταν ήμουν παιδί και άκουγα να το τραγουδούν στα χωριά που παραθέριζα. Από τότε έγινε χωρίς να το καταλάβω, συστατικό της ζωής μου, διαρκής ύμνος, σφραγίδα ανεξίτηλη της ταυτότητάς μου. Πατρίδα. Και αργότερα εισχώρησε και στα ποιήματά μου. Είναι ζωτικό στοιχείο της έκφρασής μου.


 



Ε.Σ.: Πολύ συχνά στα ποιήματά σας συναντούμε μέλη της οικογένειάς σας, π.χ. τον αδερφό σας, κυρίως όμως τη μητέρα σας. Θα θέλατε να μας πείτε κάτι γι’αυτό;



Ε.Μ.: Η μητέρα μου, ο πατέρας μου και ο αδελφός μου. Οι πιο κοντινοί μου άνθρωποι. Αυτοί με επηρέασαν, μαζί τους έμαθα να πορεύομαι στη ζωή, είμαι σώμα από το σώμα τους. Ειδικά για τη μητέρα μου έχω γράψει πολλά ποιήματα, κυρίως όταν άρχισε να χάνει τη μνήμη της, γεγονός που με συγκλόνισε. 


 



Ε.Σ.: Στη θέση της τελευταίας ερώτησης, ζητώ πάντοτε απ’ τον συνομιλητή μου να μιλήσει απευθείας στο κοινό του. Ένα μήνυμα στον αναγνώστη σας, παρακαλώ.



Ε.Μ.: Αν κάτι θέλω να πω, είναι ότι εμένα στη ζωή με βοήθησε η παρατήρηση. Καθώς περνούσα πολλές ώρες μόνη, παρατηρούσα τα πάντα που έπεφταν στην αντίληψή μου. Έτσι έγινα χωρίς να το περιμένω, κάτοχος πολύτιμων στιγμών και αισθημάτων και είμαι ευγνώμων που μου δόθηκε ο χρόνος και η πολυτέλεια να «αφαιρούμαι» κερδίζοντας θησαυρούς. Έχασα κιόλας βέβαια αλλά και αυτό τελικά προστίθεται στα δώρα που μου χαρίστηκαν.   


 



***



Η Ελένη Μαρινάκη γεννήθηκε και ζει στα Χανιά. Σπούδασε γραφιστική και ζωγραφική στην Αθήνα, όπου και εργάστηκε αρκετά χρόνια. Έχει εκδώσει επτά ποιητικές συλλογές κι έχει γράψει την εισαγωγή και ποιητικά σχόλια σε φωτογραφικά λευκώματα. Παράλληλα ασχολείται και με τα εικαστικά.




Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Manifesto (http://manifestomag.wordpress.com/2013/09/09/%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%BA%CE%B1%CE%BB%CF%8D%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%B7-%CE%BE%CE%B5%CE%BD%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%AC-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%AD%CF%87%CE%BF%CF%85%CE%BC%CE%B5-%CE%BC%CE%AD%CF%83%CE%B1/)



__________________________________________



Φωτογραφία: Έλενα Σταγκουράκη


«Στου κόσμου το μεγάλο πανηγύρι»
Μια συνομιλία του Ορέστη Αλεξάκη με την Έλενα Σταγκουράκη


Ε.Σ.: Κύριε Αλεξάκη, στη «Λάμψη» μας αυτοσυστήνεστε: «Ορέστης», λέτε, «μα στη λέξη» να μη σταθούμε. Αντιθέτως, να δούμε «τη νύχτα του χιονιού» και «του αγριμιού το μάταιο κλάμα». Η ποίησή σας, λοιπόν, νύχτα χιονισμένη και μάταιο κλάμα; 
Ο.Α.: Έτσι φαίνεται. Το εξομολογείται η ίδια. Κι απ’ όσο ξέρω, είναι ειλικρινής. Αλλά εδώ θα πρέπει ίσως να γίνει μια διευκρίνιση. Η ποίηση περιγράφει την εσωτερική μας πραγματικότητα. Που δεν συμπίπτει ωστόσο πάντοτε με την πραγματικότητα του εξωτερικού κόσμου, με την πραγματικότητα της καθημερινής μας ζωής. Γιατί αυτή, η δεύτερη, δέχεται επιρροές και παρεμβάσεις που αλλοιώνουν συχνά την πρωταρχική της εικόνα. Παρεμβάσεις από διάφορους παράγοντες, κυρίως  από την ίδια την «κοινωνικότητά» της, που καταναγκάζει συχνά τον άνθρωπο σε ποικίλες «προσαρμογές» –διάβαζε συμβιβασμούς– αλλά και εκπτώσεις κάποτε. Η ποίηση, συνειδητά ή ασυνείδητα, αυτήν την εσωτερική πραγματικότητα προσπαθεί να προσεγγίσει και να διασώσει, διατρυπώντας επιχωματώσεις που έχει μοιραία δεχθεί η «κατά συνθήκην» ζωή μας.


Ε.Σ: Κάπου γράφετε: «Ανακαλύπτω στο βυθό των ματιών μου ίχνη ξένων βλεμμάτων.» Ποια είναι τα βλέμματα που ανακαλύπτετε σήμερα στα μάτια σας, αυτά που σας έδειξαν το δρόμο κι αποτέλεσαν πρότυπα για σας, ως ποιητή κι ως άνθρωπο; 
Ο.Α.: Αυτά τα ξένα βλέμματα που ανακαλύπτω στο βυθό των ματιών μου, δεν έχουν να κάνουν μόνο με την ποίηση και τις διάφορες επιρροές που έχω δεχτεί. Έχουν να κάνουν με ολόκληρη τη ζωή μου, με ολόκληρη την ύπαρξή μου. Και μολονότι νιώθω, πολλές φορές με εντυπωσιακή ενάργεια, την παρουσία τους, όμως αγνοώ την ταυτότητα και προέλευσή τους. Ξέρω ότι ο εαυτός μου δεν είμαι μόνον εγώ. Αλλά ποιοι άλλοι είναι, δεν ξέρω.


Ε.Σ. Η ποίησή σας, μια ποίηση ουμανιστική, διακατέχεται από βαθύ στοχασμό, διάθεση μελαγχολική (άλλοτε ρέμβης κι άλλοτε δυσθυμίας), και δυνατό όμως σαρκασμό σε στίχους όπως «τόσο τυφλός που βλέπω την αλήθεια», «τόσο πιστός που απόμεινα μονάχος.» Πρόκειται γι’ αντικατοπτρισμό στοιχείων του χαρακτήρα του ποιητή, καταστάλαγμα της πείρας κι εμπειρίας του ή και για τα δυο αυτά μαζί; 
Ο.Α.: Ό, τι κατασταλάζει μέσα μας σαν πείρα ζωής μεταλλάσσεται κατά κάποιο τρόπο σε στοιχείο του χαρακτήρα μας. Πρόκειται για τα «επίκτητα» λεγόμενα στοιχεία τα οποία προσλαμβάνονται και προστίθενται στην προσωπικότητά μας, κατά τη διαδρομή μας στο χρόνο. Αν και πιο αδύνατα από τα «εκ γενετής» λεγόμενα, επηρεάζουν τη ζωή μας όσο κι εκείνα. Σχετικά τώρα με τη σάτιρα, είναι κι αυτή ένας τρόπος έκφρασης, αλλά και θέασης των πραγμάτων, μια μέθοδος αγώνα, αμυντικού, αλλά και επιθετικού χαρακτήρα, προκειμένου να αντιμετωπίσει κανείς τις ποικίλες έξωθεν «προσβολές».

Ε.Σ.: Συχνές οι αναφορές σας στο παιδί, είτε ως ιδανική στιγμή αθωότητας κι ευαισθησίας είτε ως απλό αντίποδα του θανάτου. Για ποιο λόγο το πράττετε αυτό και με ποιο σκοπό; Συμμερίζεστε την άποψη πως μέσα μας υπάρχει πάντοτε ένα παιδί ή θεωρείτε πως αναπόφευκτα κάποια στιγμή της ζωής μας το παιδί αυτό χάνεται ή το σκοτώνουμε ακόμη κι εμείς οι ίδιοι; 
Ο.Α.: Έχω τη γνώμη ότι κάθε άνθρωπος κουβαλάει μέσα του το παιδί που κάποτε υπήρξε. Κι αυτό το παιδί, κάποιες στιγμές, διεκδικεί συμμετοχή στην τρέχουσα ζωή μας. Αξιώνει να έχει λόγο –τις περισσότερες φορές μάλιστα, επικριτικό. Παρά ταύτα, αξίζει τη συμπάθεια και την κατανόησή μας. Δεν έχει φταίξει σε τίποτα για τις όποιες  έκτοτε... δυσμενείς τυχόν εξελίξεις.


Ε.Σ.: Στη συνέχεια θα ήθελα να επικεντρωθούμε στη λέξη «λησμονήθηκα», μια λέξη που επανέρχεται συχνά στην ποίησή σας. Μοιάζει όμως να μη αφήνεστε καθόλου στην παθητικότητα που η λέξη υπονοεί. Αντιθέτως, είναι σαν να πρόκειται για συνειδητή ενέργεια, κατόπιν επιλογής, έως και ρεμβαστική απόλαυσή της εκ των υστέρων. 
Ο.Α.:  Όταν λέω «λησμονήθηκα», εννοώ κυρίως την ασυνείδητη καταβύθιση στο τέλμα των αυτονοήτων. Την παροδική έστω απώλεια της συναίσθησης του θαύματος που αποκαλούμε ζωή. Την απομάκρυνση από το κορυφαίο αίνιγμα του υπάρχειν... Στο ποίημά μου «Αφύπνιση», από τη συλλογή «Η λάμψη», ποίημα που πιθανολογώ ότι αποτελεί την αφορμή του ερωτήματός σας, επισημαίνω μάλλον αυτό που ο τίτλος του ποιήματος δηλώνει. Τη στιγμή της αφύπνισης. Τη στιγμή που ο άνθρωπος, ο παρασυρμένος από την τύρβη και την πολυπραγμοσύνη της καθημερινότητας, επιστρέφει και πάλι στα επίπεδα της συνειδητότητας. Αντιλαμβάνεται δηλαδή την ύπαρξή του, μέσα στην απεραντοσύνη του χωρόχρονου. Εδώ θα πρέπει να επισημάνω ότι ο άνθρωπος, από την ίδια τη φύση του ίσως, «νυστάζει», έχει δηλαδή τη ροπή προς την ύπνωση, την σμίκρυνση μ' άλλα λόγια της συνειδητότητάς του, μέσα στα όρια των απαιτήσεων και αναγκών της πρακτικής ζωής. Για να εξασφαλίζομε συνεχή πληρότητα συνείδησης, όπως αξίζει στα τελειότερα όντα του πλανήτη, χρειάζεται διαρκής επαγρύπνηση.


Ε.Σ.: Κάπου γράφετε: «Πόση μουσική ουρανών/ μέσα σε πάμθηνα πράγματα.» Τα πάντα εν σοφία εποίησεν, λοιπόν; 
Ο.Α.: Δεν διακατέχομαι από την αλαζονεία να βαθμολογώ τη ζωή και το σύμπαν! Όμως, ναι. Πολλές φορές σταμάτησα έκθαμβος μπροστά από ασήμαντα εκ πρώτης όψεως πράγματα, ανακαλύπτοντας ένα ασύλληπτο βάθος ή μιαν απροσδόκητη ομορφιά. Σας θυμίζω σαν χαρακτηριστικό παράδειγμα το θαυμάσιο «Άγραφον» του Σικελιανού.


Ε.Σ.: Έχω την εντύπωση, ακολουθώντας χρονολογικά την ποιητική σας πορεία, πως η ρίμα ήρθε με τον καιρό. Πρόκειται για εσωτερική ανάγκη ή ενσυνείδητη επιλογή; 
Ο.Α.: Η ποιήτρια Ευτυχία Αλεξάνδρα Λουκίδου, που μου έκανε την τιμή να ασχοληθεί συστηματικά με την δουλειά μου και συνέγραψε σχετικά το μελέτημα «Συρραπτική του προσώπου κ.τ.λ.», που κυκλοφορεί από τις «Εκδόσεις των Φίλων», ισχυρίζεται ότι η μουσικότητα που διακρίνει την ποίησή μου και όχι μόνον την αυστηρώς έμμετρη, δεν είναι προϊόν συνειδητής επιλογής, αλλά εκδήλωση ιδιοσυστασίας. Λέει χαρακτηριστικά ότι κουβαλώ την μουσική μέσα στο αίμα μου, γεγονός που η ίδια το αποδίδει στην επτανησιακή μου καταγωγή. Οφείλω να ομολογήσω ότι συμφωνώ μαζί της. Στα μαθητικά μου χρόνια, έγραφα έμμετρα και ομοιοκατάληκτα ποιήματα, στη γνωστή ατμόσφαιρα του νεοσυμβολισμού (Άγρας, Λαπαθιώτης  κ.τ.λ.). Δύο από τα ποιήματα αυτά δημοσίευσα –εις μνήμην– στην επιλεκτική έκδοση «Υπήρξε», ενώ στον συγκεντρωτικό τόμο «Ποίηση», το μότο της συλλογής «Η Περσεφόνη των γυρισμών», καθώς κι εκείνο της ενότητας «Ο μεταμφιεσμένος χρόνος» έχουν επίσης την ίδια προέλευση. Μετά την καθολική επικράτηση όμως της λεγόμενης νεώτροπης ή νεωτερικής ποίησης, αποφάσισα κι εγώ –ανέκδοτος ακόμη τότε νεοσσός– να προσαρμοσθώ στα νέα ρεύματα των καιρών. Προσπάθησα πολύ, κουράστηκα πολύ, κατόρθωσα λίγα. Ήμουν αγκυλωμένος στους ρυθμούς, από τους οποίους ποτέ δεν απαγκιστρώθηκα εντελώς. Τώρα, σχετικά με τα έμμετρα και ομοιοκατάληκτα ποιήματά μου, των συλλογών «Αγαθά παιγνίδια» και «Μου γνέφουν», δίνω την εξήγηση της δημιουργίας τους στις «Σημειώσεις» του τόμου «Ποίηση». Σύμφωνα με τα εκεί γραφόμενα, τα ποιήματα αυτά δεν είναι προϊόντα σχεδιασμού, αλλά αποτελέσματα ενός «αιφνίδιου ξεσπάσματος» που μου επιβλήθηκε έσωθεν, χωρίς καμιά συγκεκριμένη αφορμή. Και αυτή είναι η αλήθεια.


Ε.Σ.: Αλλού γράφετε: «Σ’ αυτό το μετερίζι ξαγρυπνώ/ σ’ αυτή την έσχατη σκοπιά/ … των επιγείων τη μοίρα κατοπτεύω.» Ξάγρυπνος παρατηρητής, λοιπόν, της ζωής και του ρου της. Η παρατήρηση αυτή αφήνει τον Αλεξάκη αισιόδοξο ή απαισιόδοξο; 
Ο.Α.: Ούτε αισιόδοξο ούτε απαισιόδοξο. Απλά, έναν απορημένον παρατηρητή. Τίποτα άλλο.


Ε.Σ.: Στίχος σας, εν έτει 1982: «Το κουκούτσι της ψυχής λησμονημένο.» Θα ’λεγε, όμως, κανείς πως μοιάζει πολύ περισσότερο με κριτική της σημερινής ή έστω μιας πολύ πρόσφατης, ελληνικής κι όχι μόνο, κοινωνίας. 
Ο.Α.: Όχι. Δεν έχει στοιχεία κοινωνικότητας το ποίημα. Στην προσωπική περιπέτεια του καθενός μας αναφέρεται. Στην πολυθρύλητη χαμένη αγνότητά μας. Στο κουκούτσι της ψυχής που λησμονήθηκε, κάτω από την επικάλυψη τόσων συμβιβασμών και τόσων υποχωρήσεων.


Ε.Σ.: Στη θέση της τελευταίας ερώτησης, ζητώ απ’ τον συνομιλητή μου να μιλήσει απευθείας στο κοινό του. Ένα μήνυμα στον αναγνώστη σας, παρακαλώ. 
Ο.Α.: Ούτε αγγελιοφόρος είμαι, ούτε διδάχος. Ένας απλός άνθρωπος μόνο, που προσπαθεί κι αυτός να αρθρώσει τον ταπεινό του λόγο, «γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά», για να θυμηθούμε το Σεφέρη. Αν όμως κάτι θα ’πρεπε να πω, έτσι... για να διασωθεί η παράδοση, θα ’λεγα: «Ευλογημένος, όποιος μπορεί να ανακαλύπτει την ομορφιά. Ακόμη και στα πιο ασήμαντα πράγματα. Η αισθητική πρόσληψη της ζωής είναι η μόνη ελπίδα να διασώσουμε την «δωρημένη άνωθεν» πνευματικότητά μας ή αυτό που ο Σικελιανός θα ονόμαζε «πρώτο μας Εαυτό».





Αθήνα, Οκτώβριος 2012

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Κουκούτσι", τεύχος 7 (χειμώνας 2012 - άνοιξη 2013)


___________________________________________________

                                   
                                    Μια συνομιλία του ποιητή Αντώνη Ζέρβα
                                               με την Έλενα Σταγκουράκη


Ε.Σ.: Στην ποίησή σας, κύριε Ζέρβα, αποτυπώνετε ένα είδος φιλοσοφικού στοχασμού για τα πράγματα, το οποίο κάποιες φορές γίνεται πολύ έντονο. Το ερώτημά μου διπλό: ο στοχασμός αυτός είναι προέλευσης εσωτερικής, σχετιζόμενης με την ιδιοσυγκρασία του δημιουργού ή εξωτερικής, σηματοδοτούμενης από ερεθίσματα εξωτερικά και διαφορετικές προσεγγίσεις; Εσείς πώς το αντιλαμβάνεστε; Το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος αφορά τα διάφορα ρεύματα της σκέψης, αλλά και μεμονωμένους στοχαστές. Από ποιους και πώς έχει επηρεαστεί ο ποιητής Ζέρβας;
Α.Ζ.:    Δεν ξέρω κανένα σοβαρό ποίημα που να μη στοχάζεται φιλοσοφικά, θεολογικά, πολιτικά κλπ. Το κακό στην ποίηση ήταν ανέκαθεν οι έτοιμες ιδέες και τα έτοιμα αισθήματα. Εδώ έγκειται η επιτυχία των τραγουδιών γενικότερα. Το ποίημα πρέπει να γεννάει την ιδέα ή καλύτερα να γίνεται από μόνο του ιδέα αλλά με τα δικά του μέσα, δηλαδή με τη μορφή. Όλα εξαρτώνται από τον υπόγειο ρυθμό που γεννάει τη συγκεκριμένη μορφή. Η μορφοπλασία δεν έχει τίποτε να φοβηθεί από τα εξωαισθητικά στοιχεία. Δείτε για παράδειγμα τα θαυμαστά ποιήματα του Παπατζώνη, όπου συμπλέκονται ιδέες, έννοιες, εικόνες και αισθήματα. Συμβαίνει εκεί κάτι μοναδικό που δεν συμβαίνει σε κανέναν άλλον λυρικό του καιρού του. Πρόκειται για ένα ποιοτικό άλμα στο χώρο της ποιήσεως. 
Η θεωρία της λογοτεχνίας και η ερμηνευτική στάθηκαν μόνιμες και μακροχόνιες ενασχολήσεις μου, διότι θέτουν το ερώτημα του κειμένου και του τρόπου με τον οποίο σχηματίζεται το νόημα. Επιδόθηκα μετά πάθους στην ποιητική και τη ρητορική, γιατί εύρισκα νομίζω ένα αντιστάθμισμα προς την αισθητική μουγκαμάρα της νεότητάς μου που με κρατούσε σε κατάσταση μόνιμης εκστάσεως μπροστά σε ακατανόητες μορφές και πλαστικά σχήματα της φαντασίας. Αυτό ήταν που με οδηγούσε στο γράψιμο και αυτό αποκόμιζα από κάθε ανάγνωση. Είναι το θέμα, λίγο πολύ, του αυτοβιογραφικού μου Εικόνος Απορροαί. Από τη θεωρία της λογοτεχνίας, ήταν εύκολο να λοξοδρομήσεις προς τη φιλοσοφία, τη θεολογία και προς διάφορους κλάδους των επιστημών του ανθρώπου. Ο ποιητής της εποχής μου δεν μπορούσε να περιορίζεται στην έμπνευση. Εκ των πραγμάτων, όφειλε να είναι λόγιος. Με αυτή την έννοια, ο στοχαστής που με επηρέασε ήταν λοιπόν πολυπρόσωπος, η ίδια η Γλώσσα (Ελληνική και Δυτικές) κυρίως με τους μορφοπλάστες ποιητές της, όπως ο Εζρα Πάουντ, αλλά και με τους θεολόγους και φιλοσόφους της, όπως ο Σοπεγχάουερ και ο Νίτσε. Μετά τα σαράντα όμως, εκείνος που προκάλεσε τη ριζικότερη πνευματική κρίση στη ζωή μου, ονομάζεται πάντα Georges Bataille.


Ε.Σ.: Σας αποδίδουν μια ποίηση σκοτεινή, μέσω της οποίας μάχεστε ως δαιμόνιο να καταρρίψετε και να καταστρέψετε, να σαρώσετε, τα πάντα. Είναι όντως η ποίησή σας το εκμηδενιστικό μέσο που σας επιτρέπει με το λόγο ό, τι δεν σας επιτρέπεται με τα έργα;
Α.Ζ.:    Από πού συνάγεται αυτό! Θα μου επιτρέψετε να διαφωνήσω πλήρως με αυτή την παρουσίαση, όχι μόνο γιατί νομίζω πως δεν ανταποκρίνεται στα πράγματα αλλά και γιατί ποτέ δεν είδα να διατυπώνεται τέτοια άποψη για λογαριασμό μου. Απεναντίας μάλιστα. Εως και τα Ακτα, οι φίλοι με θεωρούσαν καλώς ή κακώς «θεολόγο», ότι με ενδιέφερε δηλαδή μάλλον το θετικό. Δεν είμαι, ξέρετε, φύση ειρωνική∙ είμαι μάλλον άνθρωπος των πεποιθήσεων. Και γι’ αυτό άλλωστε με είλκυε ανέκαθεν το έπος και η αφήγηση. Ο άνθρωπος των μεταπολεμικών χρόνων που θαυμάζω περισσότερο από κάθε άλλον, είναι ο Ντε Γκώλ. Η ιερατική, ατράνταχτη, αντιαισθησιακή ατομικότητα που μέχρι τέλους έμεινε απολύτως ταυτισμένη με την ιδέα που ζωογονούσε. Πλην όμως, δεν μπορείς να γράψεις ποίηση χωρίς να βγάζεις στο φως τις αμείλικτες μάχες που στήνουν μέσα σου οι πεποιθήσεις εναντίον των ερωτημάτων του παρόντος. Πρόκειται για ένα ξέσκισμα και αυτό το ξέσκισμα, ορισμένοι το αποκάλεσαν «ειρωνία». Ενα είδος ειρωνίας που εξακτινώνεται σε όλα τα επίπεδα, από την έκφραση και τη μορφή έως το νόημα. Ως τρίτος θα έλεγα, πρόκειται για έναν παθιασμένο κύκλο που γεννάει τρίγωνα!

Ε.Σ.: Κάπου γράφετε: «Πόσο ευτυχισμένος ήταν …, όσο να βρει τον ένα και αληθινό Θεό.» Θα αμάρταινα, αν σας ρωτούσα ποιος είναι ο δικός σας Θεός ή αυτός ο ένας κι αληθινός στον οποίο αναφέρεστε και αν, επίσης, τον έχετε βρει;
Α.Ζ.: Ορίστε ένα απτό παράδειγμα της ειρωνίας που λέγαμε: Πόσο ευτυχισμένος ήταν που δεν υπήρχε ο ένας και αληθινός Θεός! Πόσο ευτυχισμένος ήταν που μπορούσε να ζεί αληθινά χωρίς μία και μοναδική αλήθεια. Αλλά και πόσο δυστυχείς είμαστε σήμερα που δεν έχουμε καμμία αλήθεια να προτάξουμε ή να μαρτυρήσουμε;  Ιδεώδες θέμα σύγχρονης εκθέσεως, δεν νομίζετε; Για να αλληγορήσω ως προς το δεινό ερώτημά σας, θα πω ότι τρέφω απεριόριστο θαυμασμό προς τον Ντε Γκώλ, αλλά φοβάμαι πως η νεωτερική ψυχή μου θα κλώτσαγε στο τέλος κάτω από τη σκιά του. Θα ήθελα να έχω τρία κεφάλια, όπως η ποίηση είχε τρία  βασικά είδη λόγου: επικό, λυρικό, τραγικό.

Ε.Σ.: Παρά τα κάποια –ελάχιστα– δείγματα λυρικής έκφρασης εν είδει έμμετρου λόγου, προτιμάτε τον ελεύθερο στίχο. Πρόκειται απλώς για ανάλογο προσωπικό σας προσανατολισμό ή συνεπάγεται συγκεκριμένη αξιολογική θέση κι άποψή σας για την έμμετρη ποίηση;
Α.Ζ.:    Είναι πολύ δύσκολο για έναν νέο σήμερα να αντιληφθεί πώς είχαν τα ποιητικά πράγματα την εποχή που πρωτοδημοσίευσα, δηλαδή στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Και είναι πολύ δύσκολο, κυρίως λόγω της ασύλληπτης αλλαγής που συντελέσθηκε στη συνείδηση ως προς την αντίληψη του χρόνου.  Φαντασθείτε πως ο Σεφέρης τότε ήταν ακόμη άγνωστη χώρα για τους γονείς μας.

Και φαντασθείτε πως όταν πρωτόπιασα στα χέρια μου τα Cantos στη μαύρη έκδοση των Faber ήταν σαν να είχα κερδίσει το λαχείο. Τότε, η ποίηση μετρούσε ακόμη. Από τη μια, η αθηναϊκή γενιά του ΄70, δηλαδή ο υπερρεαλισμός του προσωπικού βιώματος που ποτέ δεν με τράβηξε, και από την άλλη, το Χαμένο Κέντρο του Λορεντζάτου  και, στο Παρίσι, το τρομερό σύνθημα : «Η ποίηση είναι απαράδεκτη. Κι άλλωστε δεν υπάρχει.».     Άρχιζαν έτσι οι εξαιρετικά δύσκολες και απαιτητικές γραμματικές προετοιμασίες του νεαρού μας για την κατάκτηση ενός είδους λόγου που είχε αρχίσει να τίθεται σε σοβαρή αμφισβήτηση και αργότερα θα παραγκωνιζόταν δραματικά. Η «πρόσβαση» στα έργα την εποχή εκείνη αποτελούσε άθλο. Θυμάμαι ακόμη την πρώτη έκδοση μεγάλου σχήματος της Ερημης Χώρας στη  μετάφραση του Σεφέρη που διάβαζα τα χρόνια της δικτατορίας μ’ένα συμμαθητή στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Πειραιώς. Ενα αντίτυπο όλο κι όλο! Αλλά και αργότερα ακόμη, στο Παρίσι, ήταν εξίσου δύσκολο να βρεις πολλά από τα βιβλία που αναζητούσες. Τίποτε δεν «κατέβαινε» αυτομάτως στο τραπέζι σου, όπως «κατεβαίνει» τώρα στην οθόνη σου. Ποτέ δεν ευτύχησα να αποκτήσω μια έκδοση των ποιημάτων του François Coppée παραδείγματος χάριν. Και πολλά από τα σοβαρότερα κείμενα της νεοελληνικής γραμματείας, όπως το Περί  γνησίας προφοράς του Οικονόμου φερ’ ειπείν, τα μελέτησα σε φωτοτυπίες που μου έκανε ο συχωρεμένος ο πατέρας μου στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Σκέπτομαι πάντα με μεγάλη ευγνωμοσύνη τους ανθρώπους, γυναίκες κυρίως, που μου εξασφάλιζαν με τα ταξίδια ή την υπομονή τους πάνω από τα φωτοτυπικά μηχανήματα, τα δυσεύρετα κείμενα που γύρευα σαν παλαβός.  Ηταν φυσικό η σπάνις να διαμορφώνει άλλες συνήθειες γραφής και ανάγνωσης, να εμπνέει σεβασμό προς το βιβλίο και την αυθεντία, έστω κι αν ο σεβασμός ερχόταν συχνά να ζευγαρώσει παράνομα με την αλαζονεία της «γνώσης από πρώτο χέρι». Θα έχετε ακούσει βέβαια πόσο αλαζών γίνομαι, όταν τίθεται θέμα γνώσεως των κειμένων της δικής μας και της ευρωπαϊκής παράδοσης! Ευτυχώς που το διαδίκτυο δεν αφήνει πια περιθώρια σε παρόμοιες μορφές αλαζονείας. Οι ποιητές που θαύμαζα ήδη από το γυμνάσιο και ήθελα να τους μοιάσω ήταν ο  Σεφέρης και μέσω του Σεφέρη, ο Ελιοτ και ο Πάουντ. Δεν καταλάβαινα τίποτε ακόμη, αλλά το ύφος, η έκφραση ασκούσαν πάνω μου τέτοια γοητεία που μου ήταν αδύνατο να αισθανθώ ο,τιδήποτε χωρίς να γίνεται κάτι σαν τα δικά τους. Μου φάνταζαν, αλήθεια, σαν ξενόγλωσσα κείμενα. Αλλο τώρα αν τα ξένα πρωτότυπα, θα με οδηγούσαν με τον καιρό σε ριζικά διαφορετική αντίληψη από του Σεφέρη. Ας σημειωθεί ότι στη γυμνασιακή ύλη της εποχής δεν διδασκόταν κανένας συγγραφέας της γενιάς του ’30. Όταν ο φιλόλογος της Γ΄ Γυμνασίου μου ανέθεσε να απαγγείλω ένα φωτοτυπημένο απόσπασμα από την εντελώς άγνωστή μου τότε Γυναίκα της Ζάκυθος, έννοιωσα να ανοίγει ένας κόσμος που δεν τον γνώριζε ούτε το σχολείο, ούτε το σπίτι. Έτσι το πρώτο ποιητικό κριτήριο που διαμορφώθηκε εξ αυτομάτου μέσα μου ήταν ο ελεύθερος στίχος. Ο,τιδήποτε θύμιζε τη γενιά του Παλαμά με τις ομοιοκαταληξίες κλπ. ήταν εξοριστέο ως κάτι το παρωχημένο, κάτι που είχε διαπλάσει την αισθαντικότητα των γονιών μου, αλλά και τη δική μου, και συνεπώς απορριπτέο ως «ψευδο-ποιητικό». Τέτοιοι στίχοι ακούγονταν στις οικογενειακές εορτές, τέτοιους στίχους έγραφαν οι ρομαντικές μητέρες, οι θείοι και θείες του περιβάλλοντός μου και με τέτοιους στίχους, σαν της Πολυδούρη, του Νιρβάνα, του Χατζόπουλου και του Πορφύρα είχα ξεκινήσει κι εγώ ο ίδιος, όσο να βρώ τον Σεφέρη.
Μου πήρε περισσότερο από μια δεκαετία και στοίβες ανέκδοτων για να τον αποχαιρετήσω οριστικά με την Κυρά Τσίνη. Είναι φυσικό λοιπόν σήμερα, μετά από τόσες δεκαετίες πεζής μουσικής, να αναζητείται από τους νεότερους αυτό πού δήθεν έκανε την ποίηση, ποίηση, δηλαδή οι ρίμες. Ο Μαλλαρμέ είχε δει, πριν απ’ όλους, τη γενικότερη κρίση του στίχου που θα σημάδευε τον 20ο αι.  Μα και ο Πάουντ, ποιητής κατ’ εξοχήν του ελεύθερου στίχου, πέρασε χρόνια μεταφράζοντας ξανά και ξανά την περίφημη Canzone του Καβαλκάντι με την απαιτούμενη στιχουργική μορφή. Έπλεξε μέγα εγκώμιο στην έμμετρη μετάφραση της Θείας Κωμωδίας από τον Laurence Binyon. Και γέροντας δεσμώτης θυμήθηκε με συγκίνηση το κανονικό ποίημα ενός ελάσσονος ποιητή της γενιάς του, γιατί είχε γνήσιο αίσθημα. Αλλά δεν πρέπει να συγχέεται ο έμμετρος στίχος με την ομοιοκαταληξία. Υπάρχει και ο ανομοιοκατάληκτος έμμετρος στίχος. Πάντα μετρούσα τους στίχους μου, πριν τα παίξω όλα για όλα. Επιτρέψτε μου να παραπέμψω στα Ασματα της Πίζας που είναι ένας από τους καθρέφτες της ποιητικής μου. Ελεύθερος στίχος δεν σημαίνει άμετρος στίχος. Ο δικός μας εθνικός στίχος είναι βεβαίως ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος με τομή στην 6η ή την 8η συλλαβή. Από κεί και πέρα, ο ελεύθερος στίχος θα μετατρέψει το μέτρο σε ρυθμό. Ό, τι έχω γράψει στηρίζεται στον ίαμβο και τον τροχαίο. Δεν έχω τίποτε εναντίον της ομοιοκαταληξίας, ίσα ίσα μάλιστα που την μακρά παράδοση της ρίμας την γνώριζα κάποτε κυριολεκτικά από στήθους έως τον Lowell και τον Larkin. Είμαι άνθρωπος του κλειστού χώρου, της βιβλιοθήκης και από την άποψη αυτή θα μου πήγαινε πολύ το σονέτο. Δεν με κάλυπτε γιατί, όπως και να το κάνουμε, δεν υπάρχει αξιόλογη παράδοση σονέτου στα ελληνικά. Θα μου πείτε, και λοιπόν! Ιδού στάδιο καλλιέργειας και μορφοπλασίας. Εχετε δίκιο. Μολαταύτα εξακολουθώ να πιστεύω ότι χρειάζεται αληθινή τέχνη για να πετύχεις άξιο ποιητικό αποτέλεσμα με βάση τα ομόφωνα ή ομόηχα, τις διακριτικές ρίμες ή ψευδορίμες, όπως έκανε ο John Berryman. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, είναι πολύ επιζήμιο ως προς το τελικό αποτέλεσμα να επιδιώκεται κακήν κακώς η ομοιοκαταληξία, όπως φαίνεται να γίνεται σήμερα. Άλλωστε, το έντεχνο τραγούδι πετυχαίνει εδώ καλύτερα. Λίγα ομοιοκατάληκτα ποιήματα των ημερών μας έχουν ποιητική αξία και πολύ λιγότερες ομοιοκατάληκτες μεταφράσεις. Συμπεραίνω λοιπόν ότι η ομοιοκαταληξία δεν αποδεικνύει τίποτε απολύτως. Αν όμως μου φέρουν να διαβάσω μια σύγχρονη Φοινικιά ή έναν σύγχρονο Πάνα, θα ασπασθώ τη χείρα που τα έγραψε. Και πράγματι, χάρη στην ηλεκτρονική ανθολογία «Το παμπάλαιο νερό», του Κώστα Κουτσουρέλη διάβασα αξιόλογα σύγχρονα ποιήματα σε κανονικές μορφές, ποιήματα δηλαδή που μπορούν να μιλήσουν στον σημερινό αναγνώστη. Αλλά και εδώ, είναι η συγκεκριμένη ποιητική ατομικότης και όχι το μορφικό είδος που κάνει τη διαφορά. Εξού και η επείγουσα ανάγκη ανθολόγησης της ανθολογίας!

Ε.Σ.: Συναφές με το προηγούμενο και το παρόν ερώτημα. Αρέσκεστε στους πειραματισμούς, κάποιος άλλος θα ’λεγε στις «προκλήσεις». Στην ποίησή σας δίνετε τη μορφή του ελεύθερου στίχου, του πεζού ποιήματος, αλλά και «ακραίων» μορφών, όπως της ανακοίνωσης σε εφημερίδα, της επιστολής, ακόμη και της εκτενούς διήγησης. Κάτι μου λέει ότι είστε αρκετά αυτάρκης για να επιζητάτε με αυτόν τον τρόπο απλώς την πρόκληση, νοούμενη ως θορύβηση των άλλων. Ή κάνω λάθος;
  Α.Ζ.:    Τίποτε από όλα αυτά. Τα εξωλογοτεχνικά ευρήματα ήταν κοινός τόπος του μοντερνισμού, αλλά δεν ήταν πολύ εύκολο να χρησιμοποιηθούν στα ελληνικά, και μάλιστα υπό το καθεστώς της δημοτικής. Πρώτος διδάξας στάθηκε ο Ν.Γ. Πεντζίκης. Οταν λοιπόν πέφτεις με τη σειρά σου στο πέλαγος της μεσαιωνικής γραμματείας και ανακαλύπτεις νέες προοπτικές για την απόδοση του πολυδύναμου παρόντος σου, λες ζωή ή θάνατος. Θα το διακινδυνεύσω. Τόσο απλά. Επ’ αυτού, θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι έχει μεγάλη σημασία να ξέρεις τί γραφόταν την εποχή που γράφηκε το ποίημα που κρίνεις ή ανθολογείς. Διαφορετικά δεν είσαι σε θέση να εκτιμήσεις την ποσολογία γνησιότητας και απομίμησης. Αν κάτι κόμισα στην τέχνη, είναι η ρυθμική και εσχηματισμένη μικροαφήγηση, ένα μορφικό μείγμα που σέρνει τις ρίζες του στα Ειδύλλια του Θεόκριτου και τις Παραλογές της δημοτικής ποίησης και εκφέρεται σε μεικτή γλώσσα. Ένα είδος εκσυγχρονισμένης πεζής μπαλλάντας που κατά κανόνα είναι και το πεδίο σύγκρουσης μεταξύ παλαιών και νέων αξιών, τα «τρίγωνα» που λέγαμε. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι τα ονόματα των προσώπων, κυρίως των γυναικών, που δρούν στις μικροσκηνοθεσίες αυτές, είναι όλα αλληγορικά. Προσωπική συμβολή στο λησμονημένο επικολυρικό είδος.

Ε.Σ.: Εν συνεχεία, θα ήθελα να εστιάσουμε στη λέξη «Πτωχαλαζών» και τη σημασία της (όχι την εννοιολογική), καθώς φρονώ ότι πρόκειται για κάτι πολύ βαθύτερο στον κόσμο του Ζέρβα από έναν απλό χαρακτηρισμό και τίτλο ποιήματος, αντιθέτως για μιαν αλήθεια με γενικότερη ισχύ. Αρχικά μου επέστησε την προσοχή η αντίθεση κι ο συνδυασμός των ετερόκλητων χαρακτηρισμών. Κατόπιν σκέψεως, όμως, αναρωτιέμαι: μήπως αυτός ο χαρακτηρισμός συνιστά ορισμό της ψυχοσύνθεσης του ποιητή και κατ’ επέκταση κάθε ανθρώπου, ο οποίος ισορροπεί –ή τουλάχιστον το επιδιώκει– ανάμεσα στις δύο αντίρροπες δυνάμεις, τη ματαιοπονία και την αλαζονεία; Είναι όντως έτσι ή μήπως το παρακάνω στην ερμηνεία; Εσείς τι επιδιώκετε να εκφράσετε με αυτό το επαναλαμβανόμενο μοτίβο του «πτωχαλαζόνος»;
Α.Ζ.:    Χτυπάτε διάνα, αγαπητή μου Έλενα. Μα όποιος γράφει σήμερα είναι ένα είδος πτωχαλαζόνος, ιδίως οι ποιητές που θαρρείς και ζούν στον μεσοπόλεμο! Υπερηφανεύεσαι για κάτι που δεν έχει καμμία σημασία στις σύγχρονες κοινωνίες. Και δεν έχει σημασία διότι η ποίηση, η λογοτεχνία, τα γράμματα γενικότερα,  έπαψαν να ρυθμίζουν την έκφραση, η οποία, παρά την ιδιάζουσα ατομική της προέλευση, είχε τον τρόπο να ενσωματώνεται στον εθνικό μύθο και να γίνεται η Γλώσσα μας, ο υπερατομικός τρόπος σκέψεως και αισθήσεως, η κλίμακα των αξιών, το εργαστήριο των κριτηρίων. Ποιά είναι η γλώσσα μας σήμερα; Κάτι το απροσδιόριστο που μας κάνει να συνεννοούμαστε κατά τρόπον απροσδιόριστο και συγκεχυμένο με αποτέλεσμα να μην είμαστε σε θέση να κάνουμε καμμία διάκριση, να μη μας ενοχλεί τίποτε αισθητικώς και να χαίρουμε με την ξανακερδισμένη νηπιότητα. Αυτό θα μου πείτε δεν είναι πρωτοφανές στην Ιστορία μας. Πόσες και πόσες κενές σελίδες δεν περιέχει, πόσες διεσταλμένες στιγμές καθολικής αγλωσσίας και αφελληνισμού. Ναί, αλλά εκ των υστέρων μπορούμε να δούμε τα στάδια που θα οδηγούσαν τελικώς στο εθνικό κράτος και στην εθνική γλώσσα. Τώρα, διαβλέπουμε τη σταδιακή συρρίκνωση των εθνικών γλωσσών. Αυτό δεν ήταν το Finnegans Wake; Πάντως, όποτε το γλωσσικό φρόνημα παρουσίαζε κάμψη, εμφανιζόταν η ασχήμια, όπως τις τελευταίες δεκαετίες με τις ανιστόρητες πολιτικές ηγεσίες που εκβαρβάρισαν τον λαό. Οι αθεράπευτα αισιόδοξοι πασκίζουν να προβάλουν τις μεγάλες δυνατότητες που θέτει στην υπηρεσία των γραμμάτων η τεχνολογία. Έχουμε πλέον ωραία προγράμματα πολυτονισμού, αλλά κανείς δεν ντρέπεται για τα ορθογραφικά λάθη. Άλλο πράγμα όμως είναι να γράφεις με τόνους και πνεύματα και άλλο να τα επιθέτεις εκ των υστέρων στο μονοτονικό κείμενο. Ιδού πώς εξουδετερώνεται η καρδιά της έκφρασης και αποκτάει μουσειακό χαρακτήρα. Ο έμπειρος στα γραμματικά ξέρει να ξεχωρίζει ένα κείμενο που βγαίνει από το μονοτονικό. Το μονοτονικό δεν είναι απλώς ελληνικά χωρίς τόνους και πνεύματα, αλλά συγκεκριμένη αντίληψη κόσμου, στην οποία η λογοτεχνία, όπως την ξέραμε, δεν νομίζω να έχει σοβαρό λόγο ύπαρξης. Πόσο μάλλον οι αναβιώσεις στιγμών της. Είτε μας αρέσει, είτε όχι, το μεγαλείο της λογοτεχνίας έως και τον 20ο αιώνα είναι προτεχνολογικής φύσεως. Ζούμε συνεπώς με τους δικαιολογημένους αταβισμούς μας. Σας ομολογώ όμως ότι κι εγώ που υπήρξα ορκισμένος πολέμιος του κινηματογράφου, αν ήμουν νέος, θα διάλεγα το σινεμά ως προσωπική έκφραση. Οι συγγραφείς έτρωγαν τη ζωή τους για να «γράψουν», να παραστήσουν ένα πρόσωπο, το οποίο κανείς ποτέ δεν θα μπορούσε να δει και να αναγνωρίσει στη ζωή του. Αυτό ήταν το μυστικό της γλώσσας: να μετατρέπει το πραγματικό σε ιδέα και να κάνει την αλήθεια ένα πράγμα με την έκφραση. Σήμερα, όλα τα μυθιστορήματα γίνονται ταινίες και ταυτοχρόνως επανεκδίδονται σε μεγάλους αριθμούς, χωρίς να γίνεται αντιληπτό ότι έτσι καταργείται το μυθιστόρημα. Η εικόνα λοιπόν «αδειάζει» τη λογοτεχνία. Από την άλλη πλευρά, αν ο άνθρωπος δεν αλλάζει στην ουσία του, τότε θα έχουν πέραση πάντα οι κλασσικοί. Άρα, η λογοτεχνία με τα πολλά θα ξαναβρεί τον δρόμο της εν μέσω της τεχνολογικής τερατουργίας. Είπαμε, υπό την προϋπόθεση ότι ο άνθρωπος δεν αλλάζει στην ουσία του, πράμα για το οποίο εγώ προσωπικώς πολύ αμφιβάλλω. Αρκεί να δείτε τι σημαίνει άνθρωπος σήμερα από την άποψη της οικονομίας, της ψυχολογίας, της ιατρικής: ένα χημικό προϊόν εντός συγκεκριμένης αγοράς. Τι σημαίνει άνθρωπος από την άποψη της σημερινής πολυπώλητης λογοτεχνίας; 


Ε.Σ.: Ήταν άλλος ο ποιητής Ζέρβας του 1983 απ’ αυτόν του 2011, ο Ζέρβας της «Κυρά Τσίνης» απ’ αυτόν των «Μερικών μερικών»; Άρνηση ή κατάφαση, την διευκρίνισή σας, παρακαλώ.
Α.Ζ.:    Έτσι νομίζω. Δεν υπάρχουν πλέον οι πολλές ψευδαισθήσεις. Ποτέ δεν μου έλειψε η έμπνευση, όπως λέμε. Τώρα όμως κουράστηκα και δεν περιμένω τίποτε. Μ’ ευχαριστούν οι αιφνίδιες αναμνήσεις, αλλά το γράψιμο με καταθλίβει. Αρχίζω ν΄αδιαφορώ, να μη κρατάω σημειώσεις, ν΄αφήνω τη φούρκα μου να ξεθυμαίνει, τις συγκινήσεις να εξανεμίζονται, έστω κι αν, κάθε στιγμή σχεδόν, μονολογώ κι έναν νέο στίχο που με κάνει να σκέπτομαι αμέσως ένα νέο βιβλίο, σαν να ’μαι εικοσάρης. Ίσως αν ζούσα στην Ελλάδα, να ένοιωθα διαφορετικά. Έφαγα όλη μου τη ζωή στα ξένα, εκ πεποιθήσεως και παλιοχαρακτήρα, μονάχος. Ένας γνήσιος πτωχαλαζών! 

Ε.Σ.: Από την πολυετή ενασχόλησή σας με την ποίηση τι έχετε αποκομίσει; Αποφεύγω δε εσκεμμένα τη λέξη «κερδίσει».
Α.Ζ.:    Μία συγκεκριμένη ευαισθησία διακρίσεως. Και πιο συγκεκριμένα, πότε η αλήθεια είναι εντελώς ψέμμα και πότε το ψέμμα κρύβει αλήθεια.

Ε.Σ.: Μπορεί να μη συνηθίζεται (κακώς, μάλιστα), αλλά το τελευταίο αυτό ερώτημα έχει χαρακτήρα λίγο-πολύ ελεύθερο. Θα ήθελα να μιλήσετε απ’ ευθείας στον αναγνώστη σας, φέρνοντάς τον πιο κοντά στον ποιητή Αντώνη Ζέρβα και την ποίησή του ή το πώς αντιλαμβάνεται εκείνος την Ποίηση. Ένα μήνυμα, εν πάση περιπτώσει, που θα θέλατε να περάσετε στον αναγνώστη σας, κάτι που θα θέλατε ενδεχομένως να του πείτε από καιρό.
Α.Ζ.:    Ο ποιητής και η αγία οικογένεια. Ο ποιητής και η παράδοση. Ο ποιητής και η παράνομη ηδονή του μηδενός. Ο ποιητής και όλες οι μορφές αντικοινωνικού βίου. Ο ποιητής και  το ερωτηματικό του ερωτήματος. Παρακαλώ διαβάστε τα βιβλία μου, ει δυνατόν, κατ’ ανιούσα τάξη.

Ε.Σ.: Τις ευχαριστίες μου για την πολύτιμη συνομιλία μας.
Α.Ζ.: Μα εγώ σας ευχαριστώ για την τιμή που μου κάνατε.



Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Κουκούτσι", τεύχος 5 (χειμώνας - άνοιξη 2011)


______________________________________________






Φλό­ριαν Μά­ιμ­περγκ (F­l­o­r­i­an M­e­i­m­b­e­rg): Συ­νέν­τευ­ξη στὸ


«Πλα­νό­διον-Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι»


Μιὰ συ­νο­μι­λί­α τῆς Ἕ­λε­νας Σταγ­κου­ρά­κη μὲ τὸ δη­μι­ουρ­γὸ τῶν «μι­κρῶν ἱ­στο­ρι­ῶν» Φλό­ριαν Μά­ιμ­περγκ (F­l­o­r­i­an M­e­i­m­b­e­rg), γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιο «Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι»




ΣΕ ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ ΤΟΥ ἀ­π’ τὴ δου­λειά, συ­ναν­τή­σα­με τὸν Φλό­ριαν Μά­ιμ­περγκ, προ­κει­μέ­νου νὰ τοῦ θέ­σου­με κά­ποι­α ἐ­ρω­τή­μα­τα σχε­τι­κὰ μὲ τὶς «μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες» του. Φι­λι­κός, ἄ­νε­τος κι ἐ­ξοι­κει­ω­μέ­νος πλέ­ον μὲ τὸ ρό­λο του ὡς συ­νεν­τευ­ξι­α­ζό­με­νου, δέ­χτη­κε εὐ­χα­ρί­στως νὰ ἀ­παν­τή­σει τὶς ἐ­ρω­τή­σεις μας καὶ νὰ μᾶς πα­ρου­σιά­σει τὶς «μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες» του ἀ­π’ τὴ δι­κή του σκο­πιά.



Ε.Σ: Πῶς βι­ώ­νε­τε τὴ σχέ­ση σας μὲ τὴ λο­γο­τε­χνί­α; Ξε­κι­νή­σα­τε νὰ γρά­φε­τε, ἔ­χον­τας κα­τὰ νοῦ ὅ­τι οἱ «μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες» συ­νι­στοῦν λο­γο­τε­χνι­κὰ κεί­με­να ἢ πρό­κει­ται —του­λά­χι­στον σὲ πρῶ­το στά­διο— γιὰ κά­τι ποὺ προ­έ­κυ­ψε, μιὰ ἀ­λή­θεια ὑ­πο­συ­νεί­δη­τη; 
 Φ.Μ: Ἀ­νέ­κα­θεν ἔ­γρα­φα, καὶ μά­λι­στα μ’ εὐ­χα­ρί­στη­ση, ἀ­κό­μα κι ὅ­ταν δὲν ἐ­πρό­κει­το γιὰ λο­γο­τε­χνί­α. Γρά­φω ἐ­πί­σης πο­λὺ στὸ πλαί­σιο τῆς δου­λειᾶς μου, ὅ­που μά­λι­στα πρέ­πει νὰ ἀ­φη­γοῦ­μαι μὲ τὴ μέ­γι­στη δυ­να­τὴ συν­το­μί­α. Ὡ­στό­σο, ἡ συγ­γρα­φὴ τῶν «μι­κρῶν ἱ­στο­ρι­ῶν» εἶ­ναι μιὰ ἀ­πό­λυ­τα συ­νει­δη­τὴ προ­σπά­θειά μου νὰ ἀ­σχο­λη­θῶ μὲ τὴν ἀ­φή­γη­ση, κα­τὰ τρό­πο σὲ αὐ­τὴν τὴν πε­ρί­πτω­ση δι­α­φο­ρε­τι­κό. Πρό­κει­ται, ἐ­πι­πλέ­ον, γιὰ ἐ­πί­πο­νη δι­α­δι­κα­σί­α, κα­θὼς ὑ­πάρ­χουν φο­ρὲς ποὺ ἡ ὁ­λο­κλή­ρω­ση μιᾶς τέ­τοι­ας ἱ­στο­ρί­ας, ἂν καὶ –ἢ ἀ­κρι­βῶς ἐ­πει­δή– εἶ­ναι τό­σο μι­κρή, δια­ρκεῖ πο­λὺ και­ρό. Τὸ ἐ­ρέ­θι­σμα μπο­ρεῖ νὰ δο­θεῖ μιὰ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε στιγ­μή, ὅ­μως τυ­χαί­νει ἱ­στο­ρί­ες νὰ βρί­σκον­ται στὸ στά­διο τῆς ἐ­πε­ξερ­γα­σί­ας γιὰ πο­λὺ και­ρὸ πρὶν τὴν δη­μο­σί­ευ­σή τους στὸ t­w­i­t­t­er.

Ε.Σ: Πῶς προ­έ­κυ­ψε ἡ ἰ­δέ­α γιὰ τὶς «μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες»; Προ­η­γή­θη­κε τὸ t­w­i­t­t­er ἢ ἡ ἰ­δέ­α; Τὸ μέ­σο ἢ τὰ κεί­με­να; 
 Φ.Μ: Τὰ μέ­σα ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας καὶ ἡ τε­χνο­λο­γι­κὴ πρό­ο­δος στὸν το­μέ­α αὐ­τὸ μὲ ἐν­δι­έ­φε­ραν πάν­τα. Ἔ­τσι, γρή­γο­ρα συμ­πά­θη­σα κι ἐ­ξοι­κει­ώ­θη­κα μὲ τὸ t­w­i­t­t­er. Πρό­κει­ται γιὰ μέ­σο ποὺ πα­ρέ­χει τὴ δυ­να­τό­τη­τα πα­ρα­γω­γῆς κει­μέ­νων σὲ μιὰ πο­λὺ ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα μορ­φή. Κά­ποι­α στιγ­μὴ εἶ­χα τὴν ἰ­δέ­α νὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σω τὸ μέ­σο αὐ­τὸ γιὰ νὰ γρά­ψω λο­γο­τε­χνι­κὰ κεί­με­να σ’ αὐ­τὴν τὴ νέ­α μορ­φὴ τῶν 140 χα­ρα­κτή­ρων. Ἔ­τσι γεν­νή­θη­καν οἱ «μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες».

Ε.Σ: Θε­ω­ρή­σα­τε λοι­πὸν ὅ­τι τὸ t­w­i­t­t­er προ­σφέ­ρει δυ­να­τό­τη­τες ποὺ ἄλ­λα μέ­σα δὲν προ­σφέ­ρουν; Θὰ μπο­ρού­σα­τε, μέ­σῳ αὐ­τοῦ, νὰ ἐ­πι­τύ­χε­τε στό­χους ποὺ δὲν θὰ ἦ­ταν ἐ­φι­κτοὶ μὲ ἄλ­λα μέ­σα; 
 Φ.Μ: Δὲν εἶ­ναι τό­σο οἱ δυ­να­τό­τη­τες ποὺ προ­σφέ­ρει τὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο μέ­σο, ὅ­σο –θὰ ἔ­λε­γα– οἱ πε­ρι­ο­ρι­σμοὶ ποὺ αὐ­τὸ ἐ­πι­βάλ­λει ποὺ κά­νουν τὴ δι­α­φο­ρά. Κι αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ συ­ναρ­πα­στι­κὸ στοι­χεῖ­ο τοῦ t­w­i­t­t­er. Θε­ω­ρη­τι­κὰ θὰ μπο­ροῦ­σα νὰ εἶ­χα τὴν ἰ­δέ­α νὰ γρά­ψω κεί­με­να 140 μό­λις χα­ρα­κτή­ρων καὶ χω­ρὶς τὸ t­w­i­t­t­er. Δὲ συ­νέ­βη ὅ­μως αὐ­τό. Εἶ­ναι ὄν­τως οἱ πε­ρι­ο­ρι­σμοὶ τοῦ t­w­i­t­t­er ποὺ ὁ­δή­γη­σαν σὲ μιὰ συγ­κε­κρι­μέ­νη ἀ­νάγ­κη, αὐ­τὴ τῆς τό­σο σύν­το­μης καὶ πε­ρι­ε­κτι­κῆς ἔκ­φρα­σης.

Ε.Σ: Στὰ κεί­με­νά σας εἶ­ναι ἐμ­φα­νὴς ἡ ἐ­πιρ­ρο­ή σας ἀ­πὸ τὸ χῶ­ρο καὶ τὴ γλώσ­σα τῆς δι­α­φή­μι­σης ποὺ συ­νι­στᾶ τὸν πρω­τεύ­ον­τα το­μέ­α ἀ­πα­σχό­λη­σής σας. Οἱ «μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες» εἶ­ναι κεί­με­να πε­ρι­ε­κτι­κά, ἰ­δι­αι­τέ­ρως ἐκ­φρα­στι­κὰ καὶ μὲ ἔν­το­νη τὴν αἴ­σθη­ση τοῦ χι­οῦ­μορ. Αἰ­σθά­νε­σθε ὄν­τως ἐ­πη­ρε­α­σμέ­νος ἀ­π’ τὸ χῶ­ρο τῆς δι­α­φή­μι­σης; Πῶς βι­ώ­νε­τε τὴ σχέ­ση αὐ­τὴ λο­γο­τε­χνί­ας-δι­α­φή­μι­σης; 
 Φ.Μ: Θε­ω­ρῶ δε­δο­μέ­νη τὴν ἐ­πιρ­ρο­ή μου ἀ­π’ τὸ χῶ­ρο τῆς δι­α­φή­μι­σης, αὐ­τὸ εἶ­ναι βέ­βαι­ο. Ἂν δὲν δι­έ­θε­τα τὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο ὑ­πό­βα­θρο καὶ δὲν ἐρ­γα­ζό­μουν γιὰ 15 πλέ­ον χρό­νια στὸν το­μέ­α τῆς δι­α­φή­μι­σης, ἐν­δε­χο­μέ­νως νὰ μὴν ἔ­φτα­να πο­τὲ στὴν ἰ­δέ­α γιὰ τὶς «μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες». Ἐ­ξάλ­λου, στὴ δι­α­φή­μι­ση ἐ­ξί­σου, τὸ ζη­τού­με­νο εἶ­ναι νὰ ἐ­πι­κοι­νω­νή­σει κα­νεὶς ἕ­να μή­νυ­μα ὅ­σο πιὸ σύν­το­μα καὶ πε­ρι­ε­κτι­κὰ γί­νε­ται. Αὐ­τὸ ὀ­φεί­λε­ται στὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι λί­γα δευ­τε­ρό­λε­πτα, στὴ συγ­κε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, κο­στί­ζουν πο­λὺ κι ἔ­τσι πρέ­πει κα­νεὶς νὰ ἐ­πι­κοι­νω­νή­σει στὸν ἐ­λά­χι­στο αὐ­τὸ χρό­νο ὅ­σα πε­ρισ­σό­τε­ρα μπο­ρεῖ. Τὸ ση­μαν­τι­κὸ γιὰ μέ­να εἶ­ναι ὅ­τι στὶς «μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες» μπο­ρῶ νὰ ἐ­φαρ­μό­σω ὅ­σα ἔ­μα­θα στὸ χῶ­ρο τῆς δι­α­φή­μι­σης, τὴ σύν­το­μη δη­λα­δὴ καὶ πε­ρι­ε­κτι­κὴ ἔκ­φρα­ση, χω­ρὶς ὡ­στό­σο ὑ­πο­δεί­ξεις ἀ­πὸ κά­ποι­ον πε­λά­τη ὡς πρὸς τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο. Ἐ­γὼ ἀ­πο­φα­σί­ζω τί θὰ ἀ­φη­γη­θῶ καὶ μά­λι­στα χω­ρὶς τοὺς οἰ­κο­νο­μι­κοὺς πε­ρι­ο­ρι­σμοὺς συγ­κε­κρι­μέ­νου χαρ­το­φυ­λα­κί­ου. Αἰ­σθά­νο­μαι ἔ­τσι ἐ­λεύ­θε­ρος, μέ­σα στὸν πε­ρι­ο­ρι­σμὸ τῶν 140 χα­ρα­κτή­ρων, καὶ τὸ ἀ­πο­λαμ­βά­νω.

Ε.Σ: Σὲ ἄρ­θρο τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ S­p­i­e­g­el, ὅ­που γί­νε­ται λό­γος γιὰ τὴ βρά­βευ­σή σας μὲ τὸ βρα­βεῖ­ο G­r­i­m­me 2010, χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται γιὰ πρώ­τη φο­ρᾶ στὴ γερ­μα­νι­κὴ γλώσ­σα ὁ ὅ­ρος «ἐ­λά­χι­στη λο­γο­τε­χνί­α» (“W­i­n­z­l­i­t­e­r­a­t­ur”­). Θε­ω­ρεῖ­τε ὅ­τι τὰ κεί­με­νά σας συ­νι­στοῦν νέ­ο λο­γο­τε­χνι­κὸ εἶ­δος; Ποῦ θὰ κα­τα­τάσ­σα­τε τὶς «ἐ­λά­χι­στες ἱ­στο­ρί­ες» [«ti­ny ta­les»] ὡς πρὸς τὰ δι­ά­φο­ρα εἴ­δη τῆς λο­γο­τε­χνί­ας; 
 Φ.Μ: Ὁ ἴ­διος ὁ ὅ­ρος «ἐ­λά­χι­στες ἱ­στο­ρί­ες» [«ti­ny ta­les»] συ­νι­στᾶ νε­ο­λο­γι­σμό, σὲ μιὰ προ­σπά­θεια αὐ­το­α­να­φο­ρᾶς κι ὁ­ρι­σμοῦ. Ὁ ὅ­ρος «ἐ­­λά­­χι­­στη λο­γο­τε­χνία» [«Winz­li­te­ra­tur»] εἶ­ναι εὔ­στο­χος, ἐ­νῶ ἐ­γὼ συ­νη­θί­ζω νὰ χρη­σι­μο­ποι­ῶ ἐ­ξί­σου τὸν ὅ­ρο «ὑ­πέρ­μι­κρη λο­γο­τε­χνία» [«Mi­cro­fi­ction»]. Ὅ­σο γιὰ τὶς «ἐ­λά­χι­στες ἱ­στο­ρί­ες», δὲ θὰ τολ­μοῦ­σα νὰ ἰ­σχυ­ρι­στῶ ὅ­τι συ­νι­στοῦν νέ­ο λο­γο­τε­χνι­κὸ εἶ­δος. Πρό­κει­ται μᾶλ­λον γιὰ ἕ­ναν δι­α­φο­ρε­τι­κὸ τρό­πο ἔκ­φρα­σης τῆς λο­γο­τε­χνί­ας, ἕ­ναν νέ­ο τρό­πο χρή­σης της. Μι­κρὰ δι­η­γή­μα­τα ὑ­πῆρ­χαν καὶ πα­λαι­ό­τε­ρα κι αὐ­τὲς ἐ­δῶ εἶ­ναι, ἂν μὴ τί ἄλ­λο, πο­λὺ σύν­το­μες ἱ­στο­ρί­ες. Πρό­κει­ται γιὰ μιὰ νέ­α μορ­φὴ τῆς λο­γο­τε­χνί­ας, ἡ ὁ­ποί­α ἐ­πι­βλή­θη­κε ἀ­πὸ τὶς και­νούρ­γι­ες τε­χνο­λο­γί­ες.

Ε.Σ: Ἂς γί­νου­με λοι­πὸν πιὸ συγ­κε­κρι­μέ­νοι κι ἂς πε­ρά­σου­με στὶς «ἐ­λά­χι­στες ἱ­στο­ρί­ες» αὐ­τὲς κα­θαυ­τές. Γιὰ τὴν ὀ­νο­μα­σί­α τους ἐ­πι­λέ­ξα­τε τὸν ἀγ­γλι­κὸ ὄ­ρο “t­i­­ny t­a­­l­es”. Μὲ ποι­ά κρι­τή­ρια ἐ­πι­λέ­ξα­τε αὐ­τὸν τὸ χα­ρα­κτη­ρι­σμὸ καὶ για­τὶ στὴν ἀγ­γλι­κὴ γλώσ­σα; 
 Φ.Μ: Ὁ ὅ­ρος αὐ­τὸς προ­έ­κυ­ψε αὐ­θόρ­μη­τα, ἀλ­λὰ κα­τέ­λη­ξα σ’ αὐ­τὸν γιὰ δι­ά­φο­ρους λό­γους. Ἤ­θε­λα μιὰ ὀ­νο­μα­σί­α εὔ­στο­χη, «πι­α­σά­ρι­κη», ὅ,τι δη­λα­δὴ μοῦ προ­σέ­φε­ρε ἡ πα­ρή­χη­ση τοῦ ἀγ­γλι­κοῦ ὄ­ρου. Ταυ­τό­χρο­να, συ­νι­στᾶ ὁ­ρι­σμὸ τοῦ πράγ­μα­τος, πε­ρι­γρά­φει αὐ­τὸ ποὺ εἶ­ναι, πράγ­μα ἐ­ξί­σου ση­μαν­τι­κό. Τέ­λος, ἤ­θε­λα μιὰ ὀ­νο­μα­σί­α ποὺ θ’ ἀ­κου­γό­ταν εὐ­χά­ρι­στα καὶ θὰ προ­κα­λοῦ­σε ἐν­δι­α­φέ­ρον. Νο­μί­ζω ὅ­τι μὲ τὴ συγ­κε­κρι­μέ­νη ὀ­νο­μα­σί­α στὰ ἀγ­γλι­κὰ κα­τορ­θώ­νω νὰ ἐκ­φρά­σω αὐ­τὸ ποὺ ἤ­θε­λα.

Ε.Σ: Δι­α­βά­ζον­τας κα­νεὶς τὰ κεί­με­νά σας, δι­α­πι­στώ­νει τὴν τά­ση σας πρὸς ὁ­ρι­σμέ­να θέ­μα­τα, κα­θὼς πε­ρι­στρέ­φε­στε πο­λύ, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ παι­χνί­δι πα­ρελ­θόν­τος-πα­ρόν­τος, ἐ­νῶ συ­χνὰ δι­η­γῆ­στε ἐ­κρή­ξεις, ἐκ­πλή­ξεις κλπ. Ἐ­πι­λέ­γε­τε συ­νει­δη­τὰ συγ­κε­κρι­μέ­νη θε­μα­το­λο­γί­α, πρό­κει­ται γιὰ προ­σω­πι­κά σας ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα ἢ γιὰ κά­τι ποὺ προ­κύ­πτει ἀ­π’ τὴν ἴ­δια τὴ φύ­ση τῶν κει­μέ­νων; 
 Φ.Μ: Εἶ­ναι δύ­σκο­λο νὰ ἀ­παν­τή­σει κα­νεὶς αὐ­τὸ τὸ ἐ­ρώ­τη­μα γιὰ τὸ σύ­νο­λο τῶν κει­μέ­νων. Ὡ­στό­σο, θε­ω­ρῶ ὅ­τι ὁ κύ­ριος λό­γος εἶ­ναι πὼς τέ­τοι­α «κο­σμι­κὰ» σε­νά­ρια «ἀ­πο­κά­λυ­ψης» ἐν­δεί­κνυν­ται δρα­μα­τουρ­γι­κὰ γιὰ τέ­τοι­ου εἴ­δους κεί­με­να. Ὅ­ταν σὲ μιὰ ἱ­στο­ρί­α τρι­ῶν προ­τά­σε­ων μπο­ρῶ νὰ κα­τα­στρέ­ψω τὴ γῆ μὲ μιὰ-δυ­ὸ λέ­ξεις, ὁ ἀ­πό­η­χος εἶ­ναι με­γα­λύ­τε­ρος ἀ­π’ ὅ,τι ἂν δι­η­γι­ό­μουν μιὰ μι­κρὴ ἱ­στο­ρία ἀ­γά­πης. Ἔ­τσι, τό­σο μέ­σα ἀ­π’ τὴν προ­σω­πι­κή μου ἐμ­πει­ρία, ὅ­σο καὶ ἀ­π’ τὰ σχό­λια ποὺ ἀ­πο­κο­μί­ζω, ἔ­χω δι­α­πι­στώ­σει ὅ­τι τέ­τοι­α σε­νά­ρια κα­τα­στρο­φο­λο­γί­ας προ­σφέ­ρον­ται γιὰ τό­σο σύν­το­μες ἱ­στο­ρί­ες. Πρό­κει­ται, λοι­πόν, γιὰ συ­νει­δη­τὴ ἐ­πι­λο­γή. Ὅ­σο γιὰ τὸ παι­χνί­δι πα­ρελ­θόν­τος-πα­ρόν­τος, τὸ χρη­σι­μο­ποι­ῶ ὡς μέ­σο, προ­κει­μέ­νου νὰ δι­η­γη­θῶ τὸ ἱ­στο­ρι­κὸ πα­ρελ­θὸν ἐκ νέ­ου καὶ νὰ δώ­σω ὑ­πό­στα­ση σὲ σε­νά­ρια ποὺ εἶ­ναι μὲν φαν­τα­στι­κά, θὰ μπο­ροῦ­σαν δὲ —ἔ­στω καὶ θε­ω­ρη­τι­κά— νὰ ἰ­σχύ­ουν. Ἔ­τσι γιὰ πα­ρά­δειγ­μα ἐ­ξη­γῶ τὸ χα­μό­γε­λο τῆς Μό­να Λί­ζα ὡς μιὰ προ­σπά­θειά της νὰ κα­τα­πνί­ξει ἕ­να αὐ­θόρ­μη­το γέ­λιο.

Ε.Σ: Τί θὰ λέ­γα­τε σὲ ὅ­σους βλέ­πουν στὶς «ἐ­λά­χι­στες ἱ­στο­ρί­ες» σας μιὰ «ἀ­πει­λὴ» γιὰ τὸν κό­σμο τῆς λο­γο­τε­χνί­ας; 
 Φ.Μ: Δὲ θε­ω­ρῶ ὅ­τι οἱ «ἐ­λά­χι­στες ἱ­στο­ρί­ες» συ­νι­στοῦν ἀ­πει­λὴ γιὰ συγ­κε­κρι­μέ­να εἴ­δη, οὔ­τε γιὰ τὸ χῶ­ρο τῆς λο­γο­τε­χνί­ας γε­νι­κό­τε­ρα. Πρό­κει­ται γιὰ κεί­με­να ποὺ ἐ­πι­βλή­θη­καν ἀ­π’ τὶς νέ­ες τε­χνο­λο­γί­ες, ὑ­πά­γον­ται ὡ­στό­σο σὲ συγ­κε­κρι­μέ­νο πλαί­σιο κι ἀ­κο­λου­θοῦν τοὺς δι­κούς τους κα­νό­νες. Ἡ τε­χνο­λο­γι­κὴ ἐ­πα­νά­στα­ση εἶ­ναι γε­γο­νός, βρί­σκει δι­ε­ξό­δους σὲ ὅ,τι μᾶς πε­ρι­βάλ­λει καὶ δὲν ἐ­πι­τρέ­πε­ται νὰ τὴν πα­ρα­βλέ­ψου­με.



         Ντύσσελντορφ, 09.08.2010 / Ἀθήνα, 27.08.2010







Πη­γή: Πρώτη δημοσίευση. Ἡ συ­νέ­ντευ­ξη δό­θη­κε προ­φο­ρικὰ ἀ­πὸ τὸν γερ­μα­νὸ συγ­γρα­φέα στὴ με­τα­φρά­στρια στὶς 09.08.2010 στὸ Ντύσ­σελ­ντορφ.


 


Φλόριαν Μάιμπεργκ (Florian Meimberg). Γεν­νή­θη­κε στὴ Γερ­μα­νί­α τὸ 1975. Ἐρ­γά­ζε­ται ἐ­δῶ καὶ 15 χρό­νια στὸ χῶ­ρο τῆς δι­α­φή­μι­σης κι ἀ­να­λαμ­βά­νει πλέ­ον με­γά­λες δι­α­φη­μι­στι­κὲς καμ­πά­νι­ες ὡς καλ­λι­τε­χνι­κὸς δι­ευ­θυν­τὴς σὲ δι­ά­φο­ρες ἑ­ται­ρεῖ­ες. Γνω­στὲς ἑ­ται­ρεῖ­ες κι ὀρ­γα­νι­σμοὶ ἔ­χουν ὑ­πάρ­ξει πε­λά­τες του καὶ τοῦ ἔ­χει ἀ­πο­νε­μη­θεῖ πλῆ­θος δι­ε­θνῶν βρα­βεί­ων. Πρό­σφα­τα τι­μή­θη­κε μὲ τὸ βρα­βεῖο Grimme Online Award 2010 γιὰ τὴ συγ­γρα­φὴ μι­κρῶν ἱ­στο­ρι­ῶν ποὺ δη­μο­σι­εύ­ει σὲ συγ­κε­κρι­μέ­νη πλατ­φόρ­μα στὸ δι­α­δί­κτυ­ο. Σύν­το­μα μά­λι­στα ἀ­να­μέ­νε­ται νὰ κυ­κλο­φο­ρή­σουν οἱ ἱ­στο­ρί­ες αὐ­τὲς σὲ αὐ­το­τε­λῆ τό­μο. Ὁ Μά­ιμ­περγκ ζεῖ μὲ τὴ σύ­ζυ­γο καὶ τὸ γιὸ του στὸ Ντύσ­σελ­ντορφ τῆς Γερ­μα­νί­ας. (Ἱ­στο­σε­λί­δα Μά­ιμ­περγκ: www.florian-meimberg.com )


 

Δεν υπάρχουν σχόλια: