Μεταφράσεις

  

Οι μεταφράσεις στην παρούσα σελίδα ανήκουν στο σύνολό τους
στην Έλενα Σταγκουράκη

********************************************************************************





  



Pablo Neruda

Ιδού ο Ναζίμ Χικμέτ

Ο Ναζίμ,
έχοντας μόλις βγει από τις φυλακές,
μου χάρισε το πουκάμισό του
κεντημένο με κλωστή χρυσοκόκκινη
σαν και την ποίησή του.

Κλωστή από αίμα τουρκικό
είναι οι στίχοι του,
μύθοι σωστοί,
με πανάρχαιες πτυχώσεις, ευθείες ή καμπύλες,
σαν σπαθιά ή γιαταγάνια·
οι απόκρυφοι στίχοι του,
γραμμένοι για να αντιμετωπίσουν
όλου του μεσημεριού το φως,
σήμερα μοιάζουν με κρυμμένα όπλα,
γυαλίζουν κάτω απ’ τα πατώματα,
καρτερούν μες στα πηγάδια,
κάτω απ’ το αδιαπέραστο σκοτάδι
των σκιερών ματιών
του λαού του.
Απ’ τα δεσμά του πρόβαλε
για να γίνει αδερφός μου
και μαζί να διαπεράσουμε
τα χιόνα της στέπας
και την αναμμένη νύχτα
με τους ίδιους τους δικούς μας λύχνους.

Ιδού το πορτρέτο του,
η μορφή του να μην ξεχαστεί:

Ψηλός
σαν πύργος
υψωμένος στη γαλήνη της όχθης
και πάνω ψηλά
δυο παραθύρια:
τα μάτια του
με το φως της Τουρκίας.

Περιπλανώμενοι
συναντήσαμε
γη στέρεη κάτω απ’ τα πόδια μας,
γη εποικισμένη
από ήρωες και ποιητές,
τους δρόμους της Μόσχας,
το γεμάτο φεγγάρι που στα τείχη άνθιζε,
τα κορίτσια που αγαπήσαμε,
τον έρωτα που λατρέψαμε,
τη χαρά,
τη δική μας, τη μόνη μας σέχτα,
την απόλυτη ελπίδα που μας ένωνε,
και πάνω από όλα
τον αγώνα
των λαών,
μια στάλα και άλλη στάλα,
στάλες της ανθρωποθάλασσας,
τους στίχους του και τους στίχους μου.

Μα
πίσω απ’ τη χαρά του Ναζίμ
υπάρχουν γεγονότα,
γεγονότα σαν μαδέρια
η σαν κτιρίων συστάδες.
Χρόνια
σιωπής και φυλακής.
Χρόνια
που δεν κατόρθωσαν
να δαγκώσουν, να μασήσουν, να καταπιούνε
την ηρωική του νιότη.

Μου διηγιόταν
πως για πάνω από δέκα χρόνια
του άφηναν στο κελί του
το φως αναμμένο
τη νύχτα ολάκερη και τώρα
ξεχνά ακόμη κάθε νύχτα,
ακόμη και στην ελευθερία,
το φως του αναμμένο.
Η χαρά του
ρίζες έχει μαύρες,
βυθισμένες στην πατρίδα του
σαν άνθος του βούρκου.
Γι’ αυτό και
σαν γελάει,
σαν γελάει ο Ναζίμ,
ο Ναζίμ Χικμέτ,
δεν είναι σαν να γελάς εσύ:
λευκότερο είν’ το γέλιο του,
μέσα του γελάει το φεγγάρι,
το αστέρι,
το κρασί,
η γης που δεν πεθαίνει,
το ρύζι όλο χαιρετίζει το γέλιο του,
ο λαός του όλος τραγουδά με το δικό του στόμα.

 ___________________________________________________


 


















Jaime Sabines

Το όνομά σου

Προσπαθώ να γράψω το όνομά σου στο σκοτάδι. Προσπαθώ να γράψω πως σε αγαπώ. Προσπαθώ να πω στα σκοτεινά για όλα ετούτα. Κανείς δεν θέλω να μάθει, κανένας να με δει στις τρεις τα χαράματα το δωμάτιο να διατρέχω απ’ άκρη σ’ άκρη, ίδιος τρελός, γεμάτος από σένα, ερωτευμένος. Φωτισμένος από σένα, τυφλωμένος από σένα, γεμάτος από σένα, να σε απλώνω σε λόγια και γραφή. Το όνομά σου προφέρω με όλην της νύχτας τη σιωπή, το κραυγάζει η φιμωμένη καρδιά μου. Ξανά και ξανά το όνομά σου λέω, το επαναλαμβάνω, ακούραστα το καλώ, μες στη βεβαιότητα πως πάλι θα ξημερώσει.




 __________________________________________________


















Jaime Sabines

Δεν είναι ότι πεθαίνω από έρωτα

Δεν είναι ότι πεθαίνω από έρωτα, πεθαίνω από σένα.
Από εσένα πεθαίνω, αγάπη μου, και από έρωτα για σένα,
από δική μου επείγουσα ανάγκη,
από το δέρμα μου για σένα,
από την ψυχή μου για σένα και από το στόμα μου
και από το πόσο ανυπόφορος δίχως εσένα είμαι.

Πεθαίνω από εσένα και από εμένα, 
πεθαίνω και απ' τους δυο μας, από εμάς, 
από εκείνη τη σπαραγμένη δυάδα,
με πεθαίνω, σε πεθαίνω, την πεθάναμε.

Πεθαίνουμε στο δωμάτιο όπου βρίσκομαι μόνος,
στο στρώμα απ’ όπου λείπεις,
στο δρόμο όπου το χέρι μου πορεύεται αδειανό,
στο σινεμά και στα πάρκα, στα τραμ,
στα μέρη όπου ο ώμος μου είχε συνηθίσει το κεφάλι σου
και το χέρι μου το χέρι σου
και τα πάντα πάνω σου
που τα ξέρω όπως ξέρω τον εαυτό μου.

Πεθαίνουμε στο μέρος όπου χάρισα τον άερα
ώστε δίχως μου να υπάρχεις,
μα και στο μέρος όπου ο αέρας εξαντλείται
όταν πάνω σου ρίχνω το δέρμα μου
και γνωριζόμαστε μέσα μας, μακριά απ’ τον κόσμο,
ευτυχισμένοι, δοσμένοι, και βέβαια, ατέλειωτοι.

Πεθαίνουμε, το ξέρουμε, το αγνοούν, μας πεθαίνουμε,
μεταξύ μας, τώρα,
χωρισμένοι ο ένας απ’ τον άλλο,
καθημερινά,
πέφτοντας σε πολλαπλά αγάλματα,
σε χειρονομίες που δεν βλέπουμε,
στα χέρια μας που δεν μας χρειάζονται.

Μας πεθαίνουμε, αγάπη μου, πεθαίνω στην κοιλιά σου
που πλέον δεν δαγκώνω ούτε φιλώ,
στους γλυκύτατους, ζωηρούς μηρούς σου,
στη δίχως τέλος σάρκα σου, πεθαίνω από τις μάσκες,
από τρίγωνα ασαφή και ακατάπαυστα.
Πεθαίνω από το κορμί μου και το κορμί σου,
από το θάνατό μας πεθαίνω, αγάπη μου, πεθαίνω και πεθαίνουμε.
Στο πηγάδι της αγάπης όλες τις ώρες,
απαρηγόρητος, κραυγάζω μέσα μου,
θέλω να πω, σε καλώ,
σε καλούν όσοι γεννιούνται,
όσοι έρχονται από τα περασμένα, από σένα,
και όσοι σε σένα φτάνουν.
Μας πεθαίνουμε, αγάπη μου,
και δεν κάνουμε άλλο,
από το να πεθαίνουμε ολοένα, ώρα την ώρα,
και να μας γράφουμε, να μιλάμε
και να μας πεθαίνουμε.



  ____________________________________________________

 

   

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Gioconda Belli


ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΔΥΝΑΤΗ

Για να ’σαι γυναίκα δυνατή
προστατέψου απ’ τις αρπάγες που θελήσουν
την καρδιά σου να σπαράξουν.
Αυτές φορούνε μάσκες απ’ όλα αυτής της γης τα καρναβάλια—
σε ενοχές μεταμφιέζονται, κατηγορίες, ευκαιρίες, στο αντίτιμο που πρέπει τάχα [να πληρώσεις.
Την ψυχή σου την ταράζουν – εισβάλλουν σαν ατσάλινο τρυπάνι με το βλέμμα ή [τους θρήνους τους
ώς τα βάθη ώς το μάγμα της ουσίας σου
όχι απ’ τη φωτιά σου για να φωτιστούν
παρά το πάθος για να σβήσουν
τη σοφία της φαντασίας σου.

Για να ’σαι γυναίκα δυνατή
να ξέρεις πρέπει πως ο αέρας που σε θρέφει
ακάρεα μεταφέρει και παράσιτα,
έντομα μικρούτσικα που ψάχνουν μες στο αίμα να φωλιάσουν
και να τραφούν απ’ ό,τι μέσα σου είναι στέρεο και μεγάλο.

Την συμπόνια σου μην χάνεις – μα τρέμε αυτό που θα θελήσει
τη λέξη να σου στερήσει και το είναι σου να κρύψει,
αυτό που επιδιώκει να σε αμβλύνει
και υπόσχεται επίγεια βασίλεια
σε αντάλλαγμα ενός χαμόγελου συγκατάβασης.

Για να ’σαι γυναίκα δυνατή
για τη μάχη προετοιμάσου:
μάθε μόνη σου ν’ αρκείσαι,
στο σκοτάδι να κοιμάσαι δίχως φως και δίχως φόβο,
σωσίβια να μη δέχεσαι σαν μαίνεται η καταιγίδα,
και στο ρεύμα κόντρα να κολυμπάς.

Εκπαιδεύσου στο συλλογισμό και τις ασκήσεις της διανοίας
διάβαζε, αγάπα τον εαυτό σου, και οχύρωσε το κάστρο σου
περίβαλέ το με τάφρους βαθειές
μα κράτησε πλατιά, παραθύρια και πύλες.

Απαραίτητο, φιλίες αληθινές να καλλιεργείς
ώστε εκείνοι που είναι δίπλα σου και σ’ αγαπούν να ξέρουνε ποια είσαι,
ώστε κύκλος από εστίες να γίνεις που στο κέντρο θ’ ανάβουνε της κάμαράς σου,
φουφού να καίει πάντα και τη θέρμη να διατηρεί των ονείρων σου.

Για να ’σαι γυναίκα δυνατή
με λέξεις προφυλάξου και με δέντρα
και στο νου σου να φέρνεις τις γυναίκες απ’ τα παλιά.

Φρόντισε να μάθουν πως είσαι πεδίο μαγνητικό
που πάνω του γρυλίζοντας θα ταξιδεύουν καρφιά σκουριασμένα
και η θανάσιμη οξείδωση των ναυαγίων όλων.
Προστάτεψε, μα πρώτα προστατέψου.
Κράτα αποστάσεις.
Οικοδόμησε και φρόντισε τον εαυτό σου.
Αποθησαύριζε τη δύναμή σου
υπερασπίσου την,
κάνε το για σένα.
Σου το ζητώ εξ ονόματος ημών όλων.

   ______________________________________________________

"C’est la vie - !"...






















Kurt Tuckolsky

Ιδεώδες και πραγματικότης  

Σε μονογαμικό κρεβάτι, νύχτα,
φαντάζεσαι τι λείπει απ’ τη ζωή.
Τα νεύρα βόμβα. «Ίσως τούτο αν είχα,
που, αφού δεν το ’χω, με ταλαιπωρεί».
Στη σκέψη σου αυτό προετοιμάζεις,
που θα ’θελες, μα μένει μόνο ευχή...
Αντί για μια μακριά να τους κομπάζεις,
γεννιέσαι απλά με μια κοντή χοντρή–
C’est la vie - ! 


Ξανθή, μεγάλη, στους γλουτούς λυγίζει,
σαν μέσα –λες– σε κάποιο ρουλεμάν.
Ισχνή, φτωχή, λιγότερο αν ζυγίζει.
Αυτές τις τρίχες ποιος θα βρει; Αμάν!
Και να που σ’ οδηγεί η άγρια τάση,
η φαντασία, που ’ναι βιαστική.
Αντί για μια μακριά να τους κομπάζεις
γεννιέσαι απλά με μια κοντή χοντρή–
C’est la vie - ! 


Να θέλεις ανοιχτόχρωμη την πίπα
και μόνο σκούρα βρίσκεις κι ακριβή.
Να τρέχεις το πρωί για μαραθώνιο
κι αντί γι’ αυτό, μια ώρα το πολύ...
Σαν είχαμε τον Κάιζερ χορτάσει,
δημοκρατία θέλαμε: αυτή!
Αντί για μια μακριά να τους κομπάζεις
γεννιέσαι απλά με μια κοντή χοντρή–
C’est la vie - !





***********
 

 Ideal und Wirklichkeit 

In stiller Nacht und monogamen Betten
denkst du dir aus, was dir am Leben fehlt.
Die Nerven knistern. Wenn wir das doch hätten,
was uns, weil es nicht da ist, leise quält.
Du präparierst dir im Gedankengange
das, was du willst – und nachher kriegst du’s nie...
Man möchte immer eine große Lange,
und dann bekommt man eine kleine Dicke –
C’est la vie - !

Sie muß sich wie in einem Kugellager
in ihren Hüften biegen, groß und blond.
Ein Pfund zuwenig – und sie wäre mager,
wer je in diesen Haaren sich gesonnt.
Nachher erliegst du dem verfluchten Hange,
der Eile und der Phantasie.
Man möchte immer eine große Lange,
und dann bekommt man eine kleine Dicke –
Ssälawih - !

Man möchte eine helle Pfeife kaufen
und kauft die dunkle – andere sind nicht da.
Man möchte jeden Morgen dauerlaufen
und tut es nicht. Beinah...beinah...
Wir dachten unter kaiserlichem Zwange
an eine Republik...und nun ists die!
Man möchte immer eine große Lange,
und dann bekommt man eine kleine Dicke –
Ssälawih - !

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Poeticanet  (http://poeticanet.com/poets.php?subaction=showfull&id=1349539043&archive=&start_from=&ucat=308&show_cat=308)

 

  ______________________________________

 

"Μαζί σου"...






















"Δεν υπάρχει νοσταλγία χειρότερη από τη νοσταλγία αυτού
που ποτέ δεν υπήρξε."



Joaquín Sabina

Μαζί σου

Δεν θέλω έναν έρωτα πανάγιο,
με μύριες αποδείξεις και σκηνές-
δεν θέλω να τελείς στο χθες τρισάγιο
και να γυρνάς ναυάγιο
από τις λαϊκές.

Δεν θέλω φιλενάδων σου μαντίλια-
δεν θέλω μοίρασμα ούτε σπορά-
δεν θέλω Βαλεντίνους ούτε ζήλεια
ούτε και με αφορά.

Δεν θέλω να φορτώνομαι βαλίτσες-
δεν θέλω να διαλέγεις σαμπουάν-
δεν θέλω να με γαργαλούν μπουκλίτσες-
Να κόψω τις τρελίτσες;
Δεν είμαι ο Δον Ζουάν;

Δεν θέλω καναπέ τις Κυριακές μου-
δεν θέλω εργασίες στον μπαξέ-
αυτό μονάχα θέλω θησαυρέ μου:
να πέθαινες για εμέ.

Μαζί σου να πεθάνω αν πεθάνεις,
να σκοτωθώ μαζί σου αν σκοτωθείς-
ο έρως που σκοτώνει, δεν λανθάνει,
και απ’ αυτόν που καίει, θα λαβωθείς.

Δεν θέλω να περάσω αύριο βράδυ,
ούτε να έρθω τέλη του μηνός-
από τ’ αυγό δεν θέλω μόνο ασπράδι,
το Σάββατο όλο βάδην
και τζόγκινγκ αυγινό.

Δεν θέλω θερμοκήπιου τη ζέστη-
δεν θέλω να φιλώ παλιά σου ουλή-
δεν θέλω ούτε Παρίσι ούτε Τεργέστη
Βενέτσια νερουλή.

Μην περιμένεις άδικα τη δίκη-
μην λες «ας ξεκινήσουμε ξανά»-
δεν θέλω δέσμευση για δεκανίκι
ούτε καμιά συνθήκη
ούτε άγχη αυριανά.

Γιατί το έκανες ας μην το ξέρω-
ούτε μαζί ούτε χώρια, αχ γκρεμέ!-
πικρή μου αγάπη, αυτό μονάχα θέλω:
να πέθαινες για εμέ.

Μαζί σου να πεθάνω αν πεθάνεις,
να σκοτωθώ μαζί σου αν σκοτωθείς-
ο έρως που σκοτώνει, δεν λανθάνει,
και απ’ αυτόν που καίει, θα λαβωθείς.



Στίχοι: Χοακίν Σαμπίνα (1999)

 

   ________________________________________

 

"Αγάπη η πραγματιστική"...
















Erich Kästner
 
Αγάπη η πραγματιστική 

Εγνώριζαν αλλήλους δέκα χρόνια
(μπορείς να πεις, γνωρίζονταν καλά),
όταν η αγάπη τους στα ξαφνικά
τούς τέλειωσε σαν σ’ άλλους η κολώνια.


Με θλίψη ο ένας τον άλλο εξαπατούσε
μα μέλι-γάλα αντάλλαζαν φιλιά∙
ώσπου έξαφνα, χαμένοι σαν παιδιά,
έκλαψε αυτή – κι αυτός μόνο κοιτούσε.


Τα πλοία απ’ το παράθυρο περνούσαν.
Εκείνος λέει: «Τέσσερις παρά,
είν’ ώρα για καφέ εδώ κοντά»∙
και δίπλα κάποιοι πιάνο εξασκούσαν.


Στο πιο ασήμαντο καφέ τραβήξαν
και ζάλιζαν στους κύκλους τα φλιτζάνια.
Εκεί οι δυο τους ως το βράδυ μείναν,
μονάχοι τους, οι λέξεις τους αφήσαν,
να χάσκουν σαστισμένοι, όλο ζιζάνια.



****************

Sachliche Romanze

Als sie einander acht Jahre kannten
(und man darf sagen sie kannten sich gut),
kam ihre Liebe plötzlich abhanden.
Wie andern Leuten ein Stock oder Hut.


Sie waren traurig, betrugen sich heiter,
versuchten Küsse, als ob nichts sei,
und sahen sich an und wussten nicht weiter.
Da weinte sie schliesslich. Und er stand dabei.


Vom Fenster aus konnte man Schiffen winken.
Er sagt, es wäre schon Viertel nach vier
und Zeit, irgendwo Kaffee zu trinken.
Nebenan übte ein Mensch Klavier.


Sie gingen ins kleinste Café am Ort
und rührten in ihren Tassen.
Am Abend sassen sie immer noch dort.
Sie sassen allein, und sie sprachen kein Wort
und konnten es einfach nicht fassen.




Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Poeticanet 
(http://poeticanet.com/poets.php?subaction=showfull&id=1349535351&archive=&start_from=&ucat=306&show_cat=306
 

 

_______________________________________________ 

 

"Σαν τι τάχα καιροί να 'ναι τούτοι"...





















Bertolt Brecht

Στις γενιές που θα ’ρθουν* 


I       


Πράγματι, ζω σε καιρούς σκοτεινούς!
Ανυποψίαστη λέξη, παράλογη. Ένα μέτωπο αρυτίδωτο
παραπέμπει σε απάθεια. Γι’ αυτόν που γελά
προορίζεται η είδηση η τρομερή
μόνο που δεν υπήρξε ακόμη αποδέκτης της.

Σαν τι τάχα καιροί να ’ναι τούτοι,
που μια συνομιλία για δέντρα μ’ έγκλημα μοιάζει∙
μόνο και μόνο γιατί ενέχει σιωπές για τόσα και τόσα ανομήματα!
Εκείνος εκεί που ήρεμα διασχίζει το δρόμο
δεν είναι πια διαθέσιμος στους φίλους του
που βρίσκονται σ’ ανάγκη;

Αληθεύει: Το ψωμί μου το κερδίζω.
Όμως πιστέψτε με: Πρόκειται για καθαρή σύμπτωση.
Τίποτα απ’ όσα κάνω δεν μου δίνει το δικαίωμα να τρώω και να χορταίνω.
Κατά τύχη τη γλίτωσα. (Κι αν η τύχη μου μ’ αφήσει, είμαι χαμένος από χέρι.)

Μου λένε: Τρώγε και πίνε! Να ’σαι ευτυχής που έχεις!
Μα πώς μπορώ να τρώω και να πίνω, αφού
απ’ τον πεινασμένο κλέβω το φαί,
απ’ τον διψασμένο το ποτήρι το νερό μου;
Κι όμως, τρώω και πίνω.

Ευχαρίστως θα ήμουν σοφός.
Και τα βιβλία τα παλιά το λένε, σοφία τι θα πει:
Έξω να μένεις απ’ τις έριδες του κόσμου, και τον σύντομο χρόνο
δίχως φόβο να τον ζεις,
ακόμη, δίχως βία να τα βγάζεις πέρα,
το κακό με καλό ν’ ανταποδίδεις,
τις επιθυμίες σου να μην τις πραγματοποιείς, μα να τις ξεχνάς.
Αυτό θα πει σοφία.
Όλ’ αυτά μου είναι αδύνατα:
Πράγματι, ζω σε καιρούς σκοτεινούς!


 
II  


Στις πόλεις έφτασα σε καιρό αναρχίας
όταν  πείνα επικρατούσε.
Στους ανθρώπους έφτασα σε καιρό ταραχής
κι αγωνίστηκα μαζί τους.
Έτσι πέρασε ο καιρός
που μου δόθηκε επί γης.

Το φαί μου το ’τρωγα ανάμεσα στις μάχες
να κοιμηθώ ξάπλωνα ανάμεσα σε φονιάδες
την αγάπη απρόσεχτα την υπηρέτησα
και τη φύση την αντίκρισα δίχως υπομονή.
Έτσι πέρασε ο καιρός
που μου δόθηκε επί γης.
Οι δρόμοι στον καιρό μου οδηγούσαν στο βούρκο.
Η γλώσσα με πρόδωσε στους σφαγείς.
Λίγα μόνο κατάφερα. Μα οι εξουσιαστές
ασφαλέστεροι ένιωθαν δίχως εμένα∙ αυτό ήλπιζα.
Έτσι πέρασε ο καιρός
που μου δόθηκε επί γης.

Οι δυνάμεις ελάχιστες. Ο στόχος
ακόμη μακριά,
φαινόταν καθαρά, μα αδύνατο για μένα
να τον φτάσω.
Έτσι πέρασε ο καιρός
που μου δόθηκε επί γης.



 
III 


Εσείς, που απ’ τον κατακλυσμό θ’ ανατείλετε,
τον ίδιο, όπου εμείς αφανιστήκαμε,
μνημονεύετε
καθώς για τις αδυναμίες μας θα μιλάτε
τους σκοτεινούς καιρούς
απ’ όπου ξεγλιστρήσατε.

Διότι προχωρούσαμε, αλλάζοντας χώρες συχνότερα κι από παπούτσια,
περνώντας ανάμεσα από πολέμους ταξικούς, απελπισμένοι,
όταν μονάχα άδικο υπήρχε και πουθενά ξεσηκωμός.

Κι όμως το ξέρουμε:
Ακόμη και το μίσος απέναντι στη μικροπρέπεια
συσπά το πρόσωπο.
Ακόμη κι η οργή για το άδικο
κάνει τη φωνή βραχνή. Αχ, εμείς,
που το έδαφος να ετοιμάσουμε θέλαμε για την καλοσύνη
και δεν καταφέραμε να γίνουμε οι ίδιοι καλοί.

Όμως εσείς, με το πλήρωμα του χρόνου,
καθώς ο άνθρωπος στον άνθρωπο θα ’ναι αρωγός και παραστάτης,
να μας μνημονεύετε
με επιείκεια.


***************

An die Nachgeborenen

I  


Wirklich, ich lebe in finsteren Zeiten! 
Das arglose Wort ist töricht. Eine glatte Stirn 
Deutet auf Unempfindlichkeit hin. Der Lachende 
Hat die furchtbare Nachricht 
Nur noch nicht empfangen. 

Was sind das für Zeiten, wo 
Ein Gespräch über Bäume fast ein Verbrechen ist. 
Weil es ein Schweigen über so viele Untaten einschließt! 
Der dort ruhig über die Straße geht 
Ist wohl nicht mehr erreichbar für seine Freunde 
Die in Not sind? 

Es ist wahr: ich verdiene noch meinen Unterhalt 
Aber glaubt mir: das ist nur ein Zufall. Nichts 
Von dem, was ich tue, berechtigt mich dazu, mich sattzuessen. 
Zufällig bin ich verschont. (Wenn mein Glück aussetzt, bin ich verloren.) 


Man sagt mir: iß und trink du! Sei froh, daß du hast! 
Aber wie kann ich essen und trinken, wenn 
Ich dem Hungernden entreiße, was ich esse, und 
Mein Glas Wasser einem Verdurstenden fehlt? 
Und doch esse und trinke ich. 

Ich wäre gerne auch weise. 
In den alten Büchern steht, was weise ist: 
Sich aus dem Streit der Welt halten und die kurze Zeit 
Ohne Furcht verbringen 
Auch ohne Gewalt auskommen 
Böses mit Gutem vergelten 
Seine Wünsche nicht erfüllen, sondern vergessen 
Gilt für weise. 
Alles das kann ich nicht: 
Wirklich, ich lebe in finsteren Zeiten! 

 
II  


In die Städte kam ich zur Zeit der Unordnung 
Als da Hunger herrschte. 
Unter die Menschen kam ich zu der Zeit des Aufruhrs 
Und ich empörte mich mit ihnen. 
So verging meine Zeit 
Die auf Erden mir gegeben war. 

Mein Essen aß ich zwischen den Schlachten 
Schlafen legte ich mich unter die Mörder 
Der Liebe pflegte ich achtlos 
Und die Natur sah ich ohne Geduld. 
So verging meine Zeit 
Die auf Erden mir gegeben war. 
Die Straßen führten in den Sumpf zu meiner Zeit. 
Die Sprache verriet mich dem Schlächter. 
Ich vermochte nur wenig. Aber die Herrschenden 
Saßen ohne mich sicherer, das hoffte ich. 
So verging meine Zeit 
Die auf Erden mir gegeben war.

Die Kräfte waren gering. Das Ziel 
Lag in großer Ferne 
Es war deutlich sichtbar, wenn auch für mich 
Kaum zu erreichen. 
So verging meine Zeit 
Die auf Erden mir gegeben war. 
  


III  


Ihr, die ihr auftauchen werdet aus der Flut 
In der wir untergegangen sind 
Gedenkt 
Wenn ihr von unseren Schwächen sprecht 
Auch der finsteren Zeit 
Der ihr entronnen seid. 

Gingen wir doch, öfter als die Schuhe die Länder wechselnd 
Durch die Kriege der Klassen, verzweifelt 
Wenn da nur Unrecht war und keine Empörung. 
Dabei wissen wir doch: 
Auch der Haß gegen die Niedrigkeit 
verzerrt die Züge. 
Auch der Zorn über das Unrecht 
Macht die Stimme heiser. Ach, wir 
Die wir den Boden bereiten wollten für Freundlichkeit 
Konnten selber nicht freundlich sein. 

Ihr aber, wenn es so weit sein wird 
Daß der Mensch dem Menschen ein Helfer ist 
Gedenkt unserer 
Mit Nachsicht. 



 *Για το Λάλον Ύδωρ


Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Poeticanet 
(http://poeticanet.com/poets.php?subaction=showfull&id=1351937640&archive=&start_from=&ucat=320&show_cat=320)

 

  _________________________________________

"Σοφία Μοντενέγρο" ή αλλιώς...





























Gioconda Belli



Σοφία Μοντενέγρο, ετών 60



Τι φίλη εκείνη

που ένα απόγευμα Αυγούστου

στον τάφο σε συνοδεύει της μητέρας σου,

ακούγοντάς σε να μιλάς για την πολύπλοκη αγάπη

που ένιωσες γι’ αυτήν την απούσα παρουσία

και με μια της κίνηση, ίδιόν της γνώρισμα

κίνηση τόσο δική της

που όσοι την αγαπούμε γνωρίζουμε πως της ανήκει

σταυρώνει τα πόδια, κοιτάζει τριγύρω

από την τσάντα βγάζει ένα τσιγάρο

σου προσφέρει κι εσένα

και βολεύεται πάνω στην ταφόπλακα

σαν σε πολυθρόνα

για να συζητήσει γλυκειά, σοφή και δυνατή

για τη φύση της γυναίκας

και για τις άλλες τις γυναίκες

τις μανάδες που καθέναν γεννούν

κι επιστρέφουν στη γη φορτίζοντάς την με τα ερωτήματά τους

και για τις δικές μας

τις πάντοτε παρούσες

και για όσους γνωρίζουν τι παράξενη χημική αντίδραση

και τι μακρά διαδοχή συνεννοήσεων και παρανοήσεων

προκάλεσαν σ’ εκείνες τις φίλες, σαν εμάς τις δυο που

καθόμαστε να καπνίσουμε πάνω στους τάφους τους

και να τις μνημονεύσουμε δίχως σερεμόνιες

μα με την αγάπη την πιο μεγάλη

που κόρες μονάχα μπορούν να νιώσουν

συνένοχες κι ανεξιλέωτες.



Τα αμαρτήματα της φίλης μου Σοφίας

συμπορεύονται ασφαλώς με τη ζωή μου

κι εκτείνονται μακρύτερα από εκείνο το απόγευμα ─

μαζί της πέρασα νύχτες ολόκληρες χορεύοντας φλαμένκο

με το ξημέρωμα να μας βρίσκει πάνω στα τραπέζια

ιστορίες ερώτων σαν αστέρια με πολλές και μυτερές αιχμές

μαγγανείες που θα έλυναν τις πιο δύσκολες εξισώσεις απογοήτευσης

την επιμονή σε πάθη αδύνατα

που όντας τέτοια

γίνονταν αιτία πειραγμάτων και αντιδράσεών της

καθώς εκείνη με κάψα διονυσιακή

και φιλήδονη δίψα

τον κόσμο μπορεί ν’ ανασυστήσει σε μια νύχτα

και μόνη της ν’ αντροπαλέψει ενάντια σε απαισιόδοξους και ορθολογιστές

ξεστομίζοντας λέξεις, ίδιες του Ποσειδώνα τρίαινες

που καταριώνται τη θάλασσα.



Έτσι είναι η γυναίκα αυτή:

σεισμός υποθάλλασιος, υπόγειος, τυφώνας

για τους μικρόψυχους και τους μετρίους.

Μάντισσα μελωδική

αμέτρητων ακόμη μαχών

που μένουνε να κερδηθούν.







   _______________________________________

Η ερωτική ποίηση της Gioconda Belli...























Η ΕΡΩΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΤΖΙΟΚΟΝΤΑ ΜΠΕΛΙ

Εισαγωγή, επιλογή, μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη



Από τις ανώτερες σφαίρες και τα δυσθεώρητα ύψη του ερωτικού βιώματος ώς το οδυνηρό αγκύλωμα της απουσίας και το πικρό αμετάκλητο τού για πάντα χαμένου, η ποίηση της Μπέλι ανοίγει τις πύλες της στον αναγνώστη και του επιτρέπει να νιώσει κατάσαρκα τους στίχους που διαβάζει. Ποίηση ζωντανή, γεμάτη ένταση κι εικόνες, θυμίζει καρδιά που σφύζει πάνω στο χέρι του. Στίχοι αισθησιακοί, σε καμία όμως περίπτωση συναισθηματικοί, αποτυπώνουν τη σχέση αγάπης/έρωτα ανάμεσα σε δυο ανθρώπους, αφενός δίχως υποκριτική σεμνοτυφία και «καθωσπρεπισμό», αφετέρου με αντίληψη, σκέψη και εμπειρία κατασταλαγμένες. Έτσι, ο αναγνώστης απολαμβάνει μιαν αίσθηση βάθους και άφιξης στην ουσία των πραγμάτων και του αισθήματος, κάτι που μπορεί να χαρακτηριστεί ως ιδανική γεφύρωση ανθρώπινου και θείου. Η Μπέλι περιγράφει τον έρωτα όπως τον ζούμε κι όπως θα θέλαμε να τον ζούμε, όχι ωστόσο μέσω εξιδανίκευσης, αντιθέτως, ακριβώς μέσω μιας «εκλογικευμένης αισιοδοξίας» όπως θα την ονόμαζα. Είναι αυτό το «παρά ταύτα» που συνιστά ουσία της ζωής και νόημά της. Είναι η υπερνίκηση των εμποδίων και η στάση μας μετά την αναγνώριση μιας μη ιδανικής κατάστασης ως τέτοιας, που δίνουν αξία στο βίωμα και την πράξη μας. Η αγάπη που περιγράφει η Μπέλι είναι η αγάπη που «δεν θυμάται λόγια για μπράτσα πλαδαρά», είτε τα λόγια έχουν ειπωθεί είτε όχι, ενώ πάντως τα «πλαδαρά μπράτσα» υπάρχουν.

Πέρα απ’ το εγώ και το εσύ, τη γυναίκα και τον άντρα, η ποίηση της Μπέλι (και η ερωτική δεν αποτελεί εξαίρεση) είναι ποίηση γήινη, με τη φύση κυρίαρχη. Σ’ αυτήν συναντά κανείς σχεδόν πάντοτε τον κεραυνό, τη βροχή, τη ευωδιά της νοτισμένης γης, μα και πλήθος πουλιών (κολίβρια, χελιδόνια, γλάροι) και δέντρων, μ’ έκδηλη βέβαια προτίμηση στην ερυθρίνα. Στην ποίητρια Μπέλι βρίσκουμε ακόμη τη γυναίκα που αγαπά τον τόπο της, τη Νικαράγουα, και ολόκληρη τη Λατινική Αμερική, αλλά και την αντάρτισσα (υπενθυμίζω ότι υπήρξε αγωνίστρια κατά τη Νικαραγουανή Επανάσταση εναντίον του Σομόζα), αφού και σ’ ένα ερωτικό ακόμη ποίημα δεν παραλείπει ν’ αναφερθεί στα αναχώματα. Εκεί θα πρέπει να την περιμένει «ο άντρας που θα την αγαπά» και εκεί, μαζί οι δυο τους, θα πρέπει ν’ αγωνίζονται. Πρόκειται για μια ποίηση γεμάτη ζωή, καθόλου παράξενο για μια ποιήτρια με την πεποίθηση πως «για να μπορείς να γράφεις, πρέπει πρώτα να ζεις»!


Τα πάντα χάριν της αγάπης (Todo sea por el amor)

  Πράγματα τόσα έχω κάνει για χάρη σου
που πρέπει ειδικά να προσέξω
μην και η ιστόρησή τους στ’ αφτιά σου ως παράπονο ηχήσει·
γιατί τα πάντα έχουν γίνει από αγάπη —
και αυτές ακόμη οι αστραπές και οι κυκλώνες που ελευθέρωσα
απ’ της Πανδώρας το κουτί
που ο ίδιος μια μέρα μου έβαλες στα χέρια,
ναι, αληθεύει πως πόνεσαν πολύ,
πως πολλές φορές τη σάρκα μου την ξέσκισαν απ’ τη ρίζα
και μένα μ’ έβαλαν να ψάχνω την καρδιά μου
με το φόβο μην δεν ακούσω το στρατιώτη βηματισμό της,
τα πάντα απόφαση δική μου και νηφάλια,
δική μου απώλεια κι απόλαυση δική μου,
και μέσα τους μ’ αντίκρισα πιότερο ακόμη γυναίκα
ικανή γι’ αναρριχήσεις κι ακροβασίες,
μ’ επιμονή όνου πεισμωμένου,
και που μ’ αυτά πορεύτηκα σε μονοπάτια άγνωστα,
συνεπαρμένη απ’ την οσμή την εγγύτατη της ευτυχίας,
ψάχνοντάς σε πίσω από χειρονομίες, πόρτες κλειστές
κι απ’ τον τρόπο που άφηνες τα ρούχα σου
κι όταν σε βρήκα
διάπλατα σου ανοίχτηκα
σαν κλουβί γεμάτο αηδόνια
γνωρίζοντας επίσης πώς είναι
ένα άστρο να έχεις εκτυφλωτικό στα σωθικά σου. 
Λοιπόν, με παράπονα να σφάλλω δεν θέλω—
υπεύθυνη με κρίνω για τον ήλιο και τη σκιά,
όμως, αχ αγάπη μου, πόσο με πονά
που -όντας εγώ στον ουρανό σου
σαν αστέρι περιπλανώμενο,
άσπλαχνα αναρτημένο στο σύμπαν σου-,
τη λάμψη μου δεν ανακάλυψες,
ούτε με κατοίκησες
το φως μου κατακτώντας,
παρά τόλμησες μονάχα
να με ψηλαφήσεις —
σαν τον τυφλό
μες στα σκοτάδια.


***


Εμμονή (Permanencia)

Δύσκολο να πεις:
Σ’ αγαπώ,
κοίτα πόσο χρόνο, απόσταση και προσποίηση
επένδυσα εμπρός στον τρόμο της λέξης ετούτης,
ετούτης της λέξης σαν φίδι
που πλησιάζει αθόρυβα, παραμονεύει
και που αρνείσαι μια, δυο, τρεις, πολλές φορές,
διώχνοντάς την σαν σκέψη κακή,
αδυναμία
και παράπτωμα,
σαν κάτι που το λέμε ανεπίτρεπτο
                         —αυτό το ρίγος το πρωταρχικό
                        που στου κόσμου τις απαρχές μάς πλησιάζει,
                        στο λεξιλόγιο το βασικό της ψαύσης και της επαφής,
                        στο σκοτάδι της σπηλιάς,
                        στον άντρα και τη γυναίκα
                        που διώχνουν γλείφοντας τον φόβο του σαματά—
Ν’ αναγνωρίζεις
εμπρός στον καθρέφτη
το ίχνος,
την απουσία κορμιών που συνομιλούν πλεγμένα.
Να νιώθεις πως υπάρχει
μια άγρια αγάπη
έγκλειστη για λόγους λογικής,
καταδικασμένη εις θάνατον από εξάντληση,
δίχως να δοθεί σε άλλον κανέναν
παρά κυριευμένη από ένα μόνο πρόσωπο αναπόφευκτο. Μέρες να διαβαίνεις σηκώνοντας το χέρι,
σημαίνοντας την επόμενη συνάντηση,
μόνο και μόνο για να το μετανιώσεις.
Να μην αντέχεις το φόβο,
τη δειλία,
τον τρόμο στον ήχο της φωνής.
Να δραπετεύεις σαν ελάφι, τρομαγμένο απ’ την ίδια του την καρδιά,
κραυγάζοντας ένα και μόνο όνομα στη σιωπή
κι έτσι να κάνεις θόρυβο,
να γεμίζεις με φωνές άλλες,
μόνο και μόνο για να συνεχίσεις να διαλύεσαι
και να αυξάνεις τον τρόμο
που προκαλεί ένας παντοτινά χαμένος ουρανός.


***


Απλές επιθυμίες (Sencillos deseos)

Σήμερα θα ’θελα τα δάχτυλά σου ιστορίες να γράφουν στα μαλλιά μου
θα ’θελα στον ώμο φιλιά
χουχούλιασμα
τις αλήθειες τις πιο μεγάλες να ξεστομίζεις
ή τα πιο μεγάλα ψέματα—
να μου ’λεγες ας πούμε
πως είμαι η γυναίκα η πιο ωραία του κόσμου
πως πολύ μ’ αγαπάς
και άλλα τέτοια,
τόσο απλά,
έτσι χιλιοειπωμένα,
τις γραμμές του προσώπου μου να διαγράφεις
και στα μάτια άχρονα να με κοιτάζεις,
λες κι η ζωή σου ακέρια απ’ το χαμόγελό τους να εξαρτιόταν
όλους τους γλάρους αναστατώνοντας στον αφρό.
Πράγματα τέτοια θα ’θελα, όπως το κορμί μου να περιδιαβαίνεις,
δρόμο δεντροστοιχισμένο και μυρωδικό,
το πρωτοβρόχι να ’σουν του χειμώνα,
αφήνοντάς σε να πέσεις πρώτα αργά
κι ύστερα κατακλυσμιαία.
Πράγματα τέτοια θα ’θελα, όπως ένα κύμα τρυφεράδας τρανό
που τα μέλη μου θα ’λυνε,
έναν κοχυλιού αχό
ένα κοπάδι ψαριών στο στόμα
κάτι τέτοιο
εύθραυστο και γυμνό
σαν ένα άνθος έτοιμο στο πρώτο φως του πρωινού να ενδώσει
ή ένα σπόρο απλώς ή δέντρο
λίγα χορταράκια
ένα χάδι που θα μ’ έκανε να λησμονήσω
και πέρασμα του χρόνου
και πόλεμο
αλλά κι αυτούς ακόμη τους κινδύνους του θανάτου.


Περιοσότερα στο πλήρες αφιέρωμα στο Poeticanet: http://poeticanet.com/poets.php?subaction=showfull&id=1366726779&archive=&start_from=&ucat=331&show_cat=331

 

  ____________________________________________________

 

Δάγκωσε το μήλο...
























Gioconda Belli 

 
Σύντομες παραδόσεις ερωτισμού


I

Να διατρέχεις ένα κορμί
σε όλην του την έκταση την αιολική
θα πει το γύρο να κάνεις του κόσμου
και δίχως πυξίδα στα τέσσερα του ορίζοντα σημεία να περιδιαβαίνεις
νήσους κόλπους χερσονήσους φράγματα υδάτων μανισμένων
Υπόθεση εύκολη δεν είναι –παρότι ηδονική–
Μην θαρρείς πως μια μέρα, μόνο, ή νύχτα σε σεντόνια στρωμένα
για τούτο θα σου φτάσει
Οι πόροι μέσα κρύβουν μυστικά, πολλά φεγγάρια να γεμίσουν


II

Το κορμί, χάρτης αστρικός σε κώδικα μυστικό
Έν’ άστρο θ’ απαντήσεις κι ίσως θα πρέπει ν’ αρχινήσεις
τη ρότα σου να διορθώνεις όταν σύννεφο, τυφώνας ή κάποιο ουρλιαχτό
βαθύ
ρίγη σε γεμίσουν
Μια χούφτα που ούτε καν την είχες υποψιαστεί

III

Φορές πολλές το ίδιο σημείο να επιμεληθείς
Συνάντησε τη λίμνη με τα νούφαρα
Χάιδεψε με την άγκυρά σου του κρίνου την καρδιά
Βυθίσου μέσα να πνιγείς κι απλώσου
Μην απαρνηθείς τη μυρωδιά τη ζάχαρη το αλάτι
τους ανέμους τους βαθείς το πλήθος τα φωτοστέφανα των πνευμόνων
Ομίχλη στο νου
και στα πόδια ρίγος
Θαλασσοχαλασμός γλαρωμένος τα φιλιά

IV

Δίχως φόβο στον χούμο να βαλθείς στη φθορά την αβίαστη
Μην ποθείς στην κορφή να αποφτάσεις
Καθυστέρησε στου παράδεισου την πύλη όσο μπορείς
Νανούρισε τον έκπτωτο άγγελό σου ανακατεύοντάς του τα πυκνά μαλλιά
με το ξίφος φωτιάς ασφετέριστης
Δάγκωσε το μήλο


V

Μύρισε
Πόνεσε
Αντάλλαξε βλέμματα σάλιο μουσκέψου
Κυλήσου εντύπωσε λυγμούς σάρκα που στάζει
Εύρημα το πόδι στο τελείωμα του άκρου
Καταδίωξέ το ψάξε μυστικό του βήματος μορφή της φτέρνας
Τόξο του βηματισμού που γεννά κολπίσκους βάδισμα τοξωτό
Απόλαυσέ τα

VI

Άκουσε εσύ κοχύλι της ακοής
πώς η υγρασία στενάζει
Λωβός που στα χείλη σιμώνει ήχος της ανάσας
Πόροι που φουσκώνουν και όρη μικροσκοπικά γεννούν
Αίσθηση σπασμού σάρκας επαναστατημένης στο ρυθμό
Πηγή απαλή του αυχένα που στη θάλασσα του στήθους ξεχύνεται
Παλίρροια της καρδιάς ψιθύρισέ του
Εντόπισε των νερών τη σπηλιά


VII

Διαπέρασε τη γη του πυρός την πίστη την καλή
και τρελός διάπλευσε το σμίξιμο των ωκεάνειων υδάτων
Διάσχισε τα φύκια και κοράλλια αρματώσου βόγκηξε στέναξε
Αναδύσου με κλάδον ελαίας κλάψε υπονομεύοντας χάδια κρυμμένα
Ξεγύμνωσε ματιές της έκπληξης
Γκρέμισε τον εξάντα από τα ύψη πάνω του ματόκλαδου
Τόξωσε τα φρύδια κι άνοιξε τα παράθυρα της μύτης


VIII

Ανάσανε στέναξε
Πέθανε λιγάκι
Γλυκά αργά πέθανε
Πάλεψε κόντρα στου ματιού την κόρη
Την ηδονή παράτεινε
Όρθωσε το κατάρτι κι άνοιξε πανιά
Βάλε ρότα και πλώρη προς την Αφροδίτη
το άστρο της πρωίας
–η θάλασσα ίδια με κρύσταλλο αδειανό υδραργυρικό–
κι αποκοιμήσου
ναυαγός.


Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη



*********************************************************
GIOCONDA BELLI
Pequeñas Lecciones de Erotismo

I

Recorrer un cuerpo en su ext
ensión de vela
Es dar la vuelta al mundo
Atravesar sin brújula la rosa de los vientos
Islas golfos penínsulas diques de aguas embravecidas
No es tarea fácil - si placentera -
No creas hacerlo en un día o noche de sábanas explayadas
Hay secretos en los poros para llenar muchas lunas


II

El cuerpo es carta astral en lenguaje cifrado
Encuentras un astro y quizá deberás empezar
Corregir el rumbo cuando nube huracán o aullido
profundo
Te pongan estremecimientos
Cuenco de la mano que no sospechaste


III

Repasa muchas veces una extensión
Encuentra el lago de los nenúfares
Acaricia con tu ancla el centro del lirio
Sumérgete ahógate distiéndete
No te niegues el olor la sal el azúcar
Los vientos profundos cúmulos nimbus de los pulmones
Niebla en el cerebro
Temblor de las piernas
Maremoto adormecido de los besos


IV

Instálate en el humus sin miedo al desgaste sin prisa
No quieras alcanzar la cima
Retrasa la puerta del paraíso
Acuna tu ángel caído revuélvele la espesa cabellera con la
Espada de fuego usurpada
Muerde la manzana


V

Huele
Duele
Intercambia miradas saliva imprégnate
Da vueltas imprime sollozos piel que se escurre
Pie hallazgo al final de la pierna
Persíguelo busca secreto del paso forma del talón
Arco del andar bahías formando arqueado caminar
Gústalos


VI

Escucha caracola del oído
Como gime la humedad
Lóbulo que se acerca al labio sonido de la respiración
Poros que se alzan formando diminutas montañas
Sensación estremecida de piel insurrecta al tacto
Suave puente nuca desciende al mar pecho
Marea del corazón susúrrale
Encuentra la gruta del agua


VII

Traspasa la tierra del fuego la buena esperanza
navega loco en la juntura de los océanos
Cruza las algas ármate de corales ulula gime
Emerge con la rama de olivo llora socavando ternuras ocultas
Desnuda miradas de asombro
Despeña el sextante desde lo alto de la pestaña
Arquea las cejas abre ventanas de la nariz


VIII

Aspira suspira
Muérete un poco
Dulce lentamente muérete
Agoniza contra la pupila extiende el goce
Dobla el mástil hincha las velas
Navega dobla hacia Venus
estrella de la mañana
- el mar como un vasto cristal azogado -
duérmete náufrago.


________________________________________________

 

Ίδιος ομίχλη θολερός...

















 


Sylvia Plath


Είσαι

όμοιος με γελωτοποιό, πανευτυχής στα χέρια τα δικά σου,
με τα πόδια στ' άστρα, φεγγαροκέφαλος,
σαν ψάρι με βράγχια. Ένας κοινός νους
με του ντόντο την ίδια μοίρα
από αντίχειρες κατιόντες.
Τυλιγμένος τον εαυτό σου σαν καρούλι,
ανιχνεύοντας σαν γλαύκα τα σκοτάδια σου.
Άλαλος σαν γογγύλι στις τέσσερις
του Ιούλη, Πάντων των Κουτών ανήμερα,
ω μικρό μου εσύ, κορδωτό καρβέλι.

Σαν γράμμα ανυπόμονα ακριβοθώρητος, ίδιος ομίχλη θολερός.
Πιο μακρινός κι απ’ αυτήν την Αυστραλία.
Πολυταξιδεμένο αρθρόποδο, Άτλαντας, στη μέση του γυρτός.
Σαν βλαστός τρυφερός, και στα νερά σου
σαν, σε βαζάκι από τουρσί, παπαλίνα.
Καλάθι με χέλια ως τα ρέλια.
Σαλταδόρικος σαν φασόλι μεξικανικό.
Ορθός σαν καλοϋπολογισμένο ποσό.
Άγραφος μαυροπίνακας, με το πρόσωπό σου επάνω.



Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη

***********************************

You re

Clownlike, happiest on your hands,
Feet to the stars, and moon-skulled,
Gilled like a fish. A common-sense
Thumbs-down on the dodo's mode.
Wrapped up in yourself like a spool,
Trawling your dark as owls do.
Mute as a turnip from the Fourth
Of July to All Fools' Day,
O high-riser, my little loaf.

Vague as fog and looked for like mail.
Farther off than Australia.
Bent-backed Atlas, our traveled prawn.
Snug as a bud and at home
Like a sprat in a pickle jug.
A creel of eels, all ripples.
Jumpy as a Mexican bean.
Right, like a well-done sum.
A clean slate, with your own face on.

 _______________________________

 

Δίχως Θεό μήτε διάβολο...


























Jaime Sabines



Οι εραστές

Οι εραστές σιωπούν.
Ο έρωτας, η σιωπή η πιο λεπτή,
η πιο ριγηλή, η πιο αβάσταχτη.
Οι εραστές αναζητούν,
οι εραστές είναι αυτοί που εγκαταλείπουν
που αλλάζουν, που ξεχνούν.
Η καρδιά τους το λέει: ποτέ τους δε θα βρουν,
όχι, δε βρίσκουν, μονάχα αναζητούν.

Οι εραστές άγονται ως τρελοί
γιατί μόνοι τους είναι, μόνοι, μόνοι,
παραδίνονται, δίνονται κάθε στιγμή,
κλαίγοντας γιατί τον έρωτα δεν τον διασώζουν.
Τους παιδεύει ο έρωτας. Οι εραστές
ζουν τη ζωή, πώς αλλιώς, αφού άλλο δεν ξέρουν.
Πάντοτε εν κινήσει,
πάντοτε, με κάποιον αόριστο προορισμό.
Καρτερούν,
τίποτα δεν προσμένουν, μα καρτερούν.
Ξέρουν πως ποτέ τους δεν θα βρουν.
Ο έρωτας, επέκταση ατέρμονη,
πάντοτε το επόμενο βήμα και το άλλο και το άλλο.
Εραστές θα πει ακόρεστοι,
είναι εκείνοι, πάντοτε, -και τι καλά!- που μοιραία μόνοι μένουν.

Οι εραστές , η Ύδρα η Λερναία του μύθου.
Φίδια έχουν αντί για μπράτσα.
Στο λαιμό τους οι φλέβες τινάζονται,
άλλα φίδια αυτές, σαν για να τους πνίξουν.
Οι εραστές ύπνο δεν έχουν,
καθώς, σαν κοιμηθούν, βορά θα γίνουν σκουληκιών.

Στο σκοτάδι τα μάτια ανοίγουν
κι εντός τους ρέει ο πανικός.

Κάτω απ’ τα σκεπάσματα αντικρίζουν σκορπιούς
και το στρώμα τους σαν σε λίμνη επιπλέει.

Οι εραστές είναι τρελοί, απλώς τρελοί,
δίχως Θεό μήτε διάβολο.

Οι εραστές απ’ τις σπηλιές τους προβάλλουν,
αναριγώντας, πεινασμένοι,
προς θήραν φαντασμάτων.
Γελούν μ’ αυτούς που όλα τα ξέρουν,
με όσους αιώνια και σταλήθεια αγαπούν,
μ’ εκείνους που στον έρωτα πιστεύουν
σαν σε λάμπα πετρελαίου με λάδι αστείρευτο.

Οι εραστές στοιχηματίζουν να συγκρατήσουν το νερό,
τον καπνό να διαστίξουν, να μη φύγουν.
Πιάνονται στο παιχνίδι, το διεξοδικό και λυπηρό, του έρωτα.
Κανείς δεν παραιτείται.
Λένε, δεν παραιτείται κανείς.
Οι εραστές περιφρονούν τους τύπους.

Αδειανοί, μα αδειανοί καθένας απ’ την πλευράν αυτού,
με το θάνατο να σιγοκαίει πίσω απ’ τα μάτια,
εκείνοι προχωρούν και κλαίνε ως τα χαράματα,
που με πόνο ψυχής τραίνα χωρίζονται και κατευθύνσεις.

Κάποτε φτάνει ως αυτούς ένα άρωμα νεογέννητης γης,
γυναικών που κοιμούνται με το χέρι στο φύλο,
ικανοποιημένες,
ροής νερού δροσερού, κι εστίας.

Οι εραστές τραγουδούν από χείλος σε χείλος
τραγούδι αμάθευτο ακόμη,
και κλαίγοντας προχωρούν, κλαίγοντας,
την ωραία ζωή.


Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη


***************************

Los amorosos


Los amorosos callan.
El amor es el silencio más fino,
el más tembloroso, el más insoportable.
Los amorosos buscan,
los amorosos son los que abandonan,
son los que cambian, los que olvidan.
Su corazón les dice que nunca han de encontrar,
no encuentran, buscan.

Los amorosos andan como locos
porque están solos, solos, solos,
entregándose, dándose a cada rato,
llorando porque no salvan al amor.
Les preocupa el amor. Los amorosos
viven al día, no pueden hacer más, no saben.
Siempre se están yendo,
siempre, hacia alguna parte.
Esperan,
no esperan nada, pero esperan.
Saben que nunca han de encontrar.
El amor es la prórroga perpetua,
siempre el paso siguiente, el otro, el otro.
Los amorosos son los insaciables,
los que siempre -¡que bueno!- han de estar solos.

Los amorosos son la hidra del cuento.
Tienen serpientes en lugar de brazos.
Las venas del cuello se les hinchan
también como serpientes para asfixiarlos.
Los amorosos no pueden dormir
porque si se duermen se los comen los gusanos.

En la oscuridad abren los ojos
y les cae en ellos el espanto.

Encuentran alacranes bajo la sábana
y su cama flota como sobre un lago.

Los amorosos son locos, sólo locos,
sin Dios y sin diablo.

Los amorosos salen de sus cuevas
temblorosos, hambrientos,
a cazar fantasmas.
Se ríen de las gentes que lo saben todo,
de las que aman a perpetuidad, verídicamente,
de las que creen en el amor
como una lámpara de inagotable aceite.

Los amorosos juegan a coger el agua,
a tatuar el humo, a no irse.
Juegan el largo, el triste juego del amor.
Nadie ha de resignarse.
Dicen que nadie ha de resignarse.
Los amorosos se avergüenzan de toda conformación.

Vacíos, pero vacíos de una a otra costilla,
la muerte les fermenta detrás de los ojos,
y ellos caminan, lloran hasta la madrugada
en que trenes y gallos se despiden dolorosamente.

Les llega a veces un olor a tierra recién nacida,
a mujeres que duermen con la mano en el sexo,
complacidas,
a arroyos de agua tierna y a cocinas.

Los amorosos se ponen a cantar entre labios
una canción no aprendida,
y se van llorando, llorando,
la hermosa vida.

________________ __________________

 

Γυμνή, ποτέ δοσμένη...



 Vicente Aleixandre
 

Θεά


Στην τίγρη ξαπλωμένη,
η κόμη της κοιμάται.
Κοιτάξτε τη μορφή της
σε δέρμα ωραίο πάνω
και ήρεμο ανασαίνει.
Ποιος το μπορεί, ποιος τάχα
τα χείλη του να βάλει
στο φως της τύχης πάνω
που –θείο, λες– κοιμάται
Κοιτάξτε: Πόσο μόνη!
Τι τέλεια! Τάχα απτή ’ναι;
Θεία σχεδόν, το στήθος
ανάλαφρο ανεβαίνει,
βυθίζεται, στενάζει
σαν την αγάπη. Η τίγρη
περήφανα την φέρει
ωσάν την Υρκανία,
που διάφανη επιπλέει,
γυμνή, ποτέ δοσμένη.

Θνητοί εσείς! Ποτέ σας.
Γυμνή, ποτέ δική σας.
Στο πύρινο το δέρμα
Δείτε την: μια θεά!


***


Ο ποιητής αναθυμάται τη ζωή του


Συγχωρήστε με: κοιμόμουν.
Κι ο ύπνος, ζωή δεν είναι. Ειρήνη ημίν.
Ζωή δεν είναι να στενάζεις ή λέξεις να εικάζεις που μας ζουν ακόμα.
Να ζεις μέσα τους; Οι λέξεις πεθαίνουν.
Όμορφες στο άκουσμα, μα ποτέ δεν διαρκούνε.
Έτσι κι αυτήν τη νύχτα την ξάστερη. Χθες κατά το χάραμα,
ή καθώς η εξαντλημένη μέρα την αχτίδα απλώνει
τη στερνή, και τυχαία στο πρόσωπό σου καταλήγει.
Μ’ ένα πινέλο από φως, τα μάτια κλείσε.
Κοιμήσου.
Η νύχτα είναι μακρά, μα έχει ήδη περάσει.


***

Σκέψεις του τέλους


Γεννήθηκε και δεν έμαθε. Αποκρίθηκε και δε μίλησε.

Οι ψυχές ξαφνιασμένες σε κοιτάζουν
καθώς δεν περνάς. Ο άνεμος ποτέ δεν υπακούει.
Μόνη η σκέψη σου πέφτει αργά.
Όπως τα άψυχα φύλλα πέφτουν, και πάλι
πέφτουν κι ο άνεμος τα σκορπά.

Και η γη ανεπιτήδευτη τα περιμένει,
ανοιχτή. Σιωπηλή η καρδιά, τα μάτια άφωνα,
η σκέψη σου αργή εξαϋλώνεται
στον αέρα. Η κίνησή της ανεπαίσθητη. Ένας ήχος από κλαδιά
του τέλους, ένα όνειρο θολό από χρυσάφι ζωντανό
σκορπίζει… Τα φύλλα ολοένα πέφτουν.




Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~


Diosa


Dormida sobre el tigre,
su leve trenza yace.
Mirad su bulto. Alienta
sobre la piel hermosa,
tranquila, soberana.
¿Quién puede osar, quién sólo
sus labios hoy pondría
sobre la luz dichosa
que, humana apenas, sueña?
Miradla allí. ¡Cuán sola!
¡Cuán intacta! ¿Tangible?
Casi divina, leve
el seno se alza, cesa,
se yergue, abate; gime ορθώνεται, παλεύει
como el amor. Y un tigre
soberbio la sostiene
como la mar hircana,
donde flotase extensa,
feliz, nunca ofrecida.

¡Ah, mortales! No, nunca;
desnuda, nunca vuestra.
Sobre la piel hoy ígnea
miradla, exenta: es diosa.


***

El poeta se acuerda de su vida


Perdonadme: he dormido.
Y dormir no es vivir. Paz a los hombres.
Vivir no es suspirar o presentir palabras que aún nos vivan.
¿Vivir en ellas? Las palabras mueren.
Bellas son al sonar, mas nunca duran.
Así esta noche clara. Ayer cuando la aurora,
o cuando el día cumplido estira el rayo
final, y da en tu rostro acaso.
Con un pincel de luz cierra tus ojos.
Duerme.
La noche es larga, pero ya ha pasado.


***

Pensamientos finales


Nació y no supo. Respondió y no ha hablado.

Las sorprendidas ánimas te miran
cuando no pasas. El viento nunca cumple.
Tu pensamiento a solas cae despacio.
Como las fenecidas hojas caen y vuelven
a caer, si el viento las dispersa.

Mientras la sobria tierra las espera,
abierta. Callado el corazón, mudos los ojos,
tu pensamiento lento se deshace
en el aire. Movido suavemente. Un son de ramas
finales, un desvaído sueño de oros vivos
se esparce...Las hojas van cayendo.



Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Κουκούτσι" (αφιέρωμα στη γενιά του '27 της  ισπανικής ποίησης), τεύχος 3.

_________________________________

 

Μόνο που...















Έριχ Φρηντ

Τότε
 
Σαν η ευτυχία σου
ευτυχία δεν είναι
τότε μπορεί ο πόθος σου
πόθος να μείνει
κι η νοσταλγία σου
ακόμη νοσταλγία αληθινή

Κι η αγάπη σου
ακόμη αγάπη να μείνει
σχεδόν θαρρείς αγάπη ευτυχής
κι η κατανόησή σου
να αυξάνει

Όμως τότε θα ’ναι
και η λύπη σου
λυπηρή
και οι σκέψεις σου
ολοένα θα γίνονται
δικές σου σκέψεις

Εσύ θα ’σαι πάλι εσύ
και σχεδόν αφόρητα μονάχη
Η αξιοπρέπειά σου δική σου αξιοπρέπεια
Μόνο που η ευτυχία σου
δεν θα ’ναι πια ευτυχία.



Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη

***************************************

 Dann
Wenn dein Glück
kein Glück mehr ist
dann kann deine Lust
noch Lust sein
und deine Sehnsucht ist noch
deine wirkliche Sehnsucht

Auch deine Liebe
kann noch Liebe sein
beinahe noch glückliche Liebe
und dein Verstehen
kann wachsen

Aber dann will auch
deine Traurigkeit
traurig sein
und deine Gedanken
werden mehr und mehr
deine Gedanken

Du bist dann wieder du
und fast zu sehr bei dir
Deine Würde ist deine Würde
Nur dein Glück
ist kein Glück mehr.
 
 
 
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Poeticanet", τεύχος 16 (Μάιος 2012) 


 

__________________________________

 

21/1/12


Salome...

 




Kostas Koutsourelis

Ventus augustus 24

What is left for  me to understand?
The afternoon glooming, pending
the phone -for how long?- the blaring

gust of noise from the street;
words and motors and apologies in vain.
Without sextant, astrolabe or choice
I set a straight course: my life.
Like a red ribbon is flapping my voice
-I cut it and I sew it as I like,

 a cruel flag that I hang on my shoulder.
I' m the law that broke the law,
the ball not fitting the revolver.

And still; it takes a little longer
and the ink will bolt the asphalt.
Salome will shake on the plate 


John Baptist's awful head, for that's his fate.



Translation into English: Elena Stagkouraki
 

*********************************

          Αέρας αύγουστος 24

ΤΙ ΜΕΝΕΙ ΠΙΑ να καταλάβω ;
σκυφτό το απόγευμα, εκκρεμές
–για πόσο ακόμα ;– το τηλέφωνο, οι ριπές

του σαματά απ' τον δρόμο :
λόγια, μετάνοιες μάταιες, μηχανές.
Χωρίς εξάντα και αστρολάβο

χαράζω ευθεία γραμμή : η ζωή μου.
Κορδέλα κόκκινη τινάζεται η φωνή μου·
όπως μ' αρέσει εγώ την κόβω και τη ράβω,

σημαία σκληρή την αναρτώ στον ώμο.
Ο νόμος είμαι που αθέτησε τον νόμο,
η σφαίρα που στην κάννη

δεν χωράει. Κι ωστόσο : λίγο ακόμη
και θα χυθεί στην άσφαλτο η μελάνη·
θα βγει κραδαίνοντας φρικτό η Σαλώμη

πάνω στο πιάτο το κεφάλι του Ιωάννη.

       

 

______________________________________________

18/1/2012

All bodiless essences...

 




 
Kostas Koutsourelis

Ventus augustus 6

Over the water I contemplate and bow.
I write a word: Sea. Then another: Eden.
I record in an imrpovised row

on this liquid diary all the "Nos"
all the "Naughts" and "Don' ts".
All bodiless essences, speechless worlds,

sparkle for an instant on the foam.
I look around me. Nobody here.
Like a forgotten relative the sphere

of the Sun is hanging yellow over the beach
-a mark persisting at celestial height.
Over the water I contemplate and write.

My hand is guided by Promise inch by inch.
Letter by letter I preserve It´s name.
I come to the beginning and I do the same.


Over the water I write and contemplate.




Translation into English: Elena Stagkouraki


********************************




               Αέρας αύγουστος 6


ΠΡΟΣΗΛΩΜΕΝΟΣ σκύβω στο νερό.
Γράφω τη λέξη: θάλασσα. Τη λέξη: Εδέμ.
Σε μια αυτοσχέδια σειρά καταχωρώ

πάνω στο υδάτινο χαρτί όλα τα δεν,
όλα τα μη, όλα τα τίποτα.
Όλα τ' ασώματα νοήματα τ' ανείπωτα

για μια στιγμή αστράφτουν στον αφρό.
Κοιτάζω γύρω μου. Άλλος κανείς.
Μονάχα ο ήλιος, ξεχασμένος συγγενής,

κρεμιέται κίτρινος πάνω απ' την παραλία,
σινιάλο επίμονο στον άμετρο ουρανό.
Προσηλωμένος γράφω. Σταθερό

το χέρι μου οδηγεί η Επαγγελία.
Γράμμα το γράμμα τ' όνομά της συντηρώ.
Στην ίδια πάντοτε επιστρέφω αφετηρία.

Προσηλωμένος γράφω στο νερό.



 

               ________________________________________________

 

29/7/11

Λένε πως άγγελος είμαι...

 
Manuel Altolaguirre

Έκπτωτος άγγελος


Λένε πως άγγελος είμαι
και, σκαλί το σκαλί,
τα μέλη μου να σύρω πρέπει,
στο φως, ψηλά, για ν’ αποφτάσω.
Καταπονημένος από τ’ ανέβασμα
φορές-φορές κατρακυλώ.
-Οι πτυχώσεις του χιτώνα μου να φταίνε;-
Μα άγγελος εν πτώσει,
δίχως στην κόλαση να φτάσει,
άγγελος δεν λογίζεται.
Κι αυτό που εγώ
στην πτώση τη μεγάλη μου αντάμωσα,
γλυκό ήταν κι εκτυφλωτικό·
το άρωμά του θυμάμαι,
την κολασμένη του λαγνεία.
Τώρα πια σηκώθηκα
και τη σκάλα νά ’βρω θέλω,
λίγο-λίγο ν’ ανεβώ
-με τα φτερά μου δίχως-
το Γολγοθά μου.



Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη.
 
*****************************
Para alcanzar la luz 

Dicen que soy un ángel
y, peldaño a peldaño,
para alcanzar la luz
tengo que usar las piernas.
Cansado de subir, a veces ruedo
(tal vez serán los pliegues de mi túnica),
pero un ángel rodando no es un ángel
si no tiene el honor de llegar al abismo.
Y lo que yo encontré en mi mayor caída
era blando, brillante;
recuerdo su perfume,
su malsano deleite.
Desperté y ahora quiero
encontrar la escalera,
para subir sin alas
poco a poco a mi muerte.

Περιοδικό "Κουκούτσι", τεύχος 3, αφιέρωμα στη γενιά του ’27 της ισπανικής ποίησης.

__________________________________________

19/7/11

Το στεφάνι του ελέους και της ζωής...

 
Georg Trakl

Βράδυ του χειμώνα

Σαν το χιόνι θα φανεί
κι η καμπάνα θα ηχήσει
δείπνο γύρω θα μυρίσει
και οι δρόμοι αδειανοί.

Ένας -να!- ταξιδευτής,
σκοτεινός, στην πόρτα φτάνει∙
λάμπει πλούσιο το στεφάνι
του ελέους και της ζωής.

Μπήκε εκείνος σιωπηλά,
πόνος γύρω του σκορπάει∙
οίνος τώρα πια κυλάει
κι άρτος σαν από ψηλά.
Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη
***************************
Ein Winterabend

Wenn der Schnee ans Fenster fällt,
Lang die
Abendglocke läutet,
Vielen ist der Tisch bereitet
Und das Haus ist
wohlbestellt.

Mancher auf der Wanderschaft
Kommt ans Tor auf dunklen Pfaden.
Golden blüht der Baum der Gnaden
Aus der Erde kühlem Saft.

Wanderer tritt still herein;
Schmerz versteinerte die Schwelle.
Da erglänzt in reiner Helle
Auf dem Tische Brot und Wein.

____________________________________________

6/7/11

Με πιστεύεις τώρα;...

 
Raúl Gómez Jattin
Το τραγούδι ενός έρωτα ειλικρινούς

Υπόσχομαι αιώνια να μην σε αγαπάω,
ούτε πιστός ως το θάνατο να σου είμαι,
ούτε χέρι-χέρι να πηγαίνουμε,
ούτε με ρόδα να σε ραίνω,
ούτε πάντα με πάθος να σε φιλώ.
Ορκίζομαι ότι θα υπάρχουν λύπες,
προβλήματα θα υπάρχουν και διενέξεις∙
και άλλες γυναίκες θα κοιτάξω,
και άλλους άντρες θα κοιτάξεις,
ορκίζομαι πως για ’μένα τα πάντα δεν είσαι
ούτε ο ουρανός μου, ούτε ο μόνος λόγος μου να ζω,
αν και, πού και πού, μου λείπεις.
Υπόσχομαι να μην σε ποθώ παντοτινά
κάποτε η πηγή σου θα με κουράζει
κι εσένα θα κουράζει το δικό μου μέλος
και τα μαλλιά σου κάποτε
το πρόσωπό μου θα ενοχλούν
Ορκίζομαι ότι στιγμές θα υπάρχουν
που μίσος αμοιβαίο θα μας μεθά
και σε όλα ένα τέλος να τεθεί θα θέλουμε
κι ίσως όντως να τεθεί,
μα σου λέω ακόμα πως θ’ αγαπηθούμε
θα δημιουργήσουμε, θα μοιραστούμε.
Με πιστεύεις, τώρα, πως σ’ αγαπώ;
Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη
**************************

Canción del Amor Sincero 

Prometo no amarte eternamente,
ni serte fiel hasta la muerte,
ni caminar tomados de la mano,
ni colmarte de rosas,
ni besarte apasionadamente siempre.
Juro que habrá tristezas,
habrá problemas y discusiones
y miraré a otras mujeres
vos mirarás a otros hombres
juro que no eres mi todo
ni mi cielo, ni mi única razón de vivir,
aunque te extraño a veces.
Prometo no desearte siempre
a veces me cansaré de tu sexo
vos te cansarás del mío
y tu cabello en algunas ocasiones
se hará fastidioso en mi cara
Juro que habrá momentos
en que sentiremos un odio mutuo,
desearemos terminar todo y
quizás lo terminaremos,
mas te digo que nos amaremos
construiremos, compartiremos.
¿Ahora si podrás creerme que te amo?


Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Poeticanet, τεύχος 14, Μάρτιος 2011

____________________________________________

15/6/11

Μια μικρή δόση ζήλειας...

Heinrich Böll

Πε­ρὶ τῆς πτώ­σε­ως τοῦ ἠ­θι­κοῦ τῶν ἐρ­γα­ζο­μέ­νων


Ε ΕΝΑ ΛΙΜΑΝΙ κά­ποι­ας ἀ­κτῆς στὴ δυ­τι­κὴ Εὐ­ρώ­πη βρί­σκε­ται ξα­πλω­μέ­νος μέ­σα στὴ βάρ­κα του καὶ χου­ζου­ρεύ­ει ἕ­νας φτω­χι­κὰ ντυ­μέ­νος ψα­ράς. Ἕ­νας κα­λον­τυ­μέ­νος του­ρί­στας ἀλ­λά­ζει τὸ φὶλμ στὴ φω­το­γρα­φι­κή του μη­χα­νὴ γιὰ νὰ ἀ­πα­θα­να­τί­σει αὐ­τὴν τὴν εἰ­δυλ­λια­κὴ εἰ­κό­να: γα­λα­νὸς ὁ οὐ­ρα­νός, πρά­σι­να τὰ νε­ρά, μὲ εἰ­ρη­νι­κά, χι­ο­νό­λευ­κα κύ­μα­τα, μαύ­ρη ἡ βάρ­κα, κόκ­κι­νος ὁ σκοῦ­φος τοῦ ψα­ρά. Κλίκ! Καὶ πά­λι: κλίκ! Φύ­λα­γε τὰ ροῦ­χα σου νὰ ἔ­χεις τὰ μι­σά, λέ­ει ὁ λα­ὸς καὶ προ­κει­μέ­νου νὰ σι­γου­ρέ­ψει ὁ του­ρί­στας τὸ στιγ­μι­ό­τυ­πο, τρα­βά­ει καὶ τρί­τη φω­το­γρα­φί­α. Κλίκ!
         Τρί­τη καὶ φαρ­μα­κε­ρή, λέ­ει ὅ­μως ἐ­ξί­σου ὁ λα­ὸς καὶ νά ποὺ ὁ ξαφ­νι­κὸς καὶ σχε­δὸν ἐ­χθρι­κὸς ἦ­χος ξυ­πνᾶ τὸν ψα­ρὰ ἀ­π’ τὸ χου­ζού­ρε­μά του. Νυ­σταγ­μέ­νος ἀ­να­κα­θί­ζει καὶ νυ­σταγ­μέ­νος ψη­λα­φί­ζει τρι­γύ­ρω νὰ βρεῖ τὰ τσι­γά­ρα του. Πρὶν προ­λά­βει ὅ­μως νὰ βρεῖ αὐ­τὸ ποὺ ἔ­ψα­χνε, ἤ­δη τοῦ κρα­τᾶ μὲς στὴ μού­ρη ὁ ὑ­περ­δρα­στή­ριος του­ρί­στας ἕ­να ἄλ­λο πα­κέ­το τσι­γά­ρα. Μό­νο στὸ στό­μα ποὺ δὲν τοῦ ἔ­βα­λε ὁ του­ρί­στας τὸ τσι­γά­ρο. Ἀρ­κέ­στη­κε στὸ νὰ τοῦ τὸ ἀ­φή­σει στὸ χέ­ρι, καὶ κλίκ! ἀ­κού­γε­ται αὐ­τὴ τὴ φο­ρὰ ὁ ἀ­να­πτή­ρας, ὁ­λο­κλη­ρώ­νον­τας τὴν ὑ­πέρ­με­τρα ἴ­σως εὐ­γε­νι­κὴ χει­ρο­νο­μί­α τοῦ του­ρί­στα. Αὐ­τὴ ἡ τό­ση δά, ἀ­νε­παί­σθη­τη ὑ­περ­βο­λὴ προ­κά­λε­σε ἕ­να ἀ­νά­μι­κτο αἴ­σθη­μα ἀ­μη­χα­νί­ας κι ἐ­κνευ­ρι­σμοῦ, τὸ ὁ­ποῖ­ο ὁ του­ρί­στας, ὁ­μι­λῶν τὴν ντό­πια γλώσ­σα, ἐ­πι­χει­ρεῖ τώ­ρα νὰ ξε­πε­ρά­σει μὲ τὴν ἔ­ναρ­ξη μιᾶς συ­ζή­τη­σης.
        «Κα­λὴ ψα­ριὰ θὰ κά­νε­τε σή­με­ρα.»
        Ἀρ­νη­τι­κὰ κου­νά­ει τὸ κε­φά­λι του ὁ ψα­ράς.
        «Μὰ πῶς, ἀ­φοῦ, ὅ­πως μοῦ εἶ­παν, ὁ και­ρὸς θὰ εἶ­ναι εὐ­νο­ϊ­κός.» Κα­τα­φα­τι­κὰ κου­νά­ει τὸ κε­φά­λι του ὁ ψα­ράς.
        «Δη­λα­δὴ δὲ θὰ βγεῖ­τε γιὰ ψά­ρε­μα;» Ἀρ­νη­τι­κὰ κου­νά­ει καὶ πά­λι τὸ κε­φά­λι ὁ ψα­ράς, αὐ­ξά­νον­τας τὸν ἐ­κνευ­ρι­σμὸ τοῦ του­ρί­στα. Ἐ­ξάλ­λου, ὁ του­ρί­στας φαί­νε­ται νὰ νοι­ά­ζε­ται εἰ­λι­κρι­νὰ γιὰ τὸ κα­λό τοῦ φτω­χον­τυ­μέ­νου ψα­ρᾶ καὶ τὸν λυ­πεῖ τὸ ἐν­δε­χό­με­νο μιᾶς χα­μέ­νης εὐ­και­ρί­ας.
        «Μή­πως, τό­τε, δὲν αἰ­σθά­νε­στε κα­λά;» Ὁ ψα­ρὰς ἀ­φή­νει ἐ­πι­τέ­λους κα­τὰ μέ­ρους τὴ νο­η­μα­τι­κὴ καὶ περ­νᾶ σὲ λό­γο ἀρ­θρω­μέ­νο: «Αἰ­σθά­νο­μαι ὑ­πέ­ρο­χα» ἀ­παν­τᾶ. «Πο­τὲ δὲν ἤ­μουν κα­λύ­τε­ρα.» Ση­κώ­νε­ται καὶ τεν­τώ­νε­ται μὲ τέ­τοι­ο τρό­πο, σὰν νὰ ἤ­θε­λε νὰ δεί­ξει πό­σο κα­λὰ γυ­μνα­σμέ­νος εἶ­ναι. «Αἰ­σθά­νο­μαι κα­τα­πλη­κτι­κά.»
        Ἡ ἔκ­φρα­ση στὸ πρό­σω­πο τοῦ του­ρί­στα γί­νε­ται ὁ­λο­έ­να καὶ πιὸ λυ­πη­μέ­νη καὶ ὁ ἴ­διος δὲν μπο­ρεῖ πιὰ νὰ κα­τα­πνί­ξει τὴν ἐ­ρώ­τη­ση ποὺ ἀ­πει­λεῖ νὰ τὸν κά­νει νὰ σκά­σει. Ρω­τά­ει λοι­πόν: «Μά, τό­τε, για­τί δὲ βγαί­νε­τε γιὰ ψά­ρε­μα;»
        Ἡ ἀ­πάν­τη­ση, ἁ­πλὴ καὶ σύν­το­μη: «Για­τί τὸ ἔ­κα­να ἤ­δη σή­με­ρα, νω­ρὶς τὸ πρω­ί.»
        «Ἦ­ταν κα­λὴ ἡ ψα­ριά;»
        «Ἦ­ταν τό­σο κα­λή, ὥ­στε νὰ μὴ χρει­ά­ζε­ται νὰ ξα­να­βγῶ σή­με­ρα. Ἔ­πια­σα τέσ­σε­ρεις ἀ­στα­κοὺς καὶ σχε­δὸν δυ­ὸ ντου­ζί­νες σκουμ­πριά.» Ὁ ψα­ράς, ξύ­πνιος πλέ­ον γιὰ τὰ κα­λά, παίρ­νει θάρ­ρος καὶ χτυ­πά­ει στὴν πλά­τη τὸν του­ρί­στα, τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ ἔκ­φρα­ση τοῦ φαί­νε­ται ἔν­δει­ξη ἀ­χρεί­α­στης μέν, συγ­κι­νη­τι­κῆς δὲ ἔ­γνοι­ας.
        «Γιὰ τὴν ἀ­κρί­βεια, αὐ­τὰ φτά­νουν καὶ γι’ αὔ­ριο καὶ γιὰ με­θαύ­ριο» λέ­ει ὁ ψα­ράς, γιὰ νὰ εὐ­θυ­μή­σει λι­γά­κι τὸν ξέ­νο. «Νὰ σᾶς κε­ρά­σω ἀ­π’ τὰ δι­κά μου;» «Ναί, θὰ κα­πνί­σω ἕ­να, εὐ­χα­ρι­στῶ», ἀ­παν­τᾶ ὁ του­ρί­στας.
        Τὰ τσι­γά­ρα βρί­σκον­ται στὰ στό­μα­τα, ἀ­κού­γε­ται ἕ­να πέμ­πτο κλὶκ καὶ ὁ του­ρί­στας κα­θί­ζει στὸ χεῖ­λος τῆς βάρ­κας κου­νών­τας τὸ κε­φά­λι. Ὕ­στε­ρα ἀ­φή­νει τὴ μη­χα­νὴ στὴν ἄ­κρη, ὥ­στε νὰ ἔ­χει καὶ τὰ δυ­ό του χέ­ρια ἐ­λεύ­θε­ρα, πράγ­μα ἀ­πα­ραί­τη­το προ­κει­μέ­νου νὰ δώ­σει στὰ λε­γό­με­νά του με­γα­λύ­τε­ρη βα­ρύ­τη­τα.
        «Δὲ θέ­λω ν’ ἀ­να­μει­χθῶ στὶς προ­σω­πι­κές σας ὑ­πο­θέ­σεις», ξε­κι­νᾶ, «ἀλ­λὰ φαν­τα­στεῖ­τε νὰ βγαί­να­τε γιὰ ψά­ρε­μα σή­με­ρα καὶ δυ­ὸ καὶ τρεῖς, ἴ­σως καὶ τέσ­σε­ρις φο­ρές, πι­ά­νον­τας τρεῖς, τέσ­σε­ρις, πέν­τε, ἴ­σως ἀ­κό­μα καὶ δέ­κα ντου­ζί­νες σκουμ­πριά. Μό­νο αὐ­τὸ σᾶς λέ­ω, φαν­τα­στεῖ­τε το!» Ὁ ψα­ρὰς γνέ­φει μὲ τὸ κε­φά­λι.
         «Κι ὄ­χι μό­νο σή­με­ρα» συ­νε­χί­ζει ὁ του­ρί­στας, «ὄ­χι μό­νο σή­με­ρα, ἀλ­λὰ καὶ αὔ­ριο καὶ με­θαύ­ριο, ναί, κά­θε μέ­ρα, εὐ­νο­ϊ­κὴ γιὰ τὸ ψά­ρε­μα, θὰ πη­γαί­να­τε δυ­ό, τρεῖς ἴ­σως καὶ τέσ­σε­ρις φο­ρὲς γιὰ ψά­ρε­μα. Ξέ­ρε­τε τί θὰ γι­νό­ταν;» Ὁ ψα­ρὰς κου­νά­ει ἀρ­νη­τι­κὰ τὸ κε­φά­λι.
        «Τὸ ἀρ­γό­τε­ρο σὲ ἕ­ναν χρό­νο θὰ μπο­ρού­σα­τε νὰ ἀ­γο­ρά­σε­τε μη­χα­νὴ γιὰ τὴ βάρ­κα, σὲ δυ­ὸ χρό­νια μιὰ δεύ­τε­ρη βάρ­κα, σὲ τρί­α ἢ τέσ­σε­ρα χρό­νια θὰ μπο­ρού­σα­τε ἴ­σως ν’ ἀ­γο­ρά­σε­τε με­γα­λύ­τε­ρο κα­ΐ­κι, μὲ δυ­ὸ βάρ­κες ἢ ἕ­να κα­ΐ­κι θὰ εἴ­χα­τε φυ­σι­κὰ με­γα­λύ­τε­ρες ψα­ρι­ές, μιὰ μέ­ρα θὰ εἴ­χα­τε δυ­ὸ κα­ΐ­κια, θά…» Ἀ­πὸ τὸν τό­σο ἐν­θου­σια­σμὸ χά­θη­κε πρὸς στιγ­μὴν ἡ φω­νή του, ἀλ­λὰ τὸ ξε­πέ­ρα­σε καὶ συ­νέ­χι­σε: «Θὰ χτί­ζα­τε μί­α μι­κρὴ ἀ­πο­θή­κη μὲ δι­κά σας ψυ­γεῖ­α, ἴ­σως με­τὰ μιὰ βι­ο­τε­χνί­α γιὰ κα­πνι­στὰ ψά­ρια, ἀρ­γό­τε­ρα γιὰ πα­στά, θὰ πε­τού­σα­τε τρι­γύ­ρω μὲ τὸ ἰ­δι­ω­τι­κό σας ἑ­λι­κό­πτε­ρο γιὰ νὰ ἐν­το­πί­σε­τε τὰ κο­πά­δια ψα­ρι­ῶν καὶ νὰ ἐ­νη­με­ρώ­σε­τε μὲ ἀ­σύρ­μα­το τὰ κα­ΐ­κια σας ποῦ νὰ τὰ βροῦν, θὰ μπο­ρού­σα­τε ν’ ἀ­πο­κτή­σε­τε ἀ­πο­κλει­στι­κὰ δι­και­ώ­μα­τα γιὰ τὸ σο­λο­μὸ καὶ ν’ ἀ­νοί­ξε­τε ἑ­στι­α­τό­ριο, νὰ ἐ­ξά­γε­τε ἀ­στα­κοὺς στὴ Γαλ­λί­α χω­ρὶς δι­α­με­σο­λα­βη­τὲς ἐμ­πό­ρους, με­τά…» καὶ πά­λι χά­θη­κε ἡ φω­νή του ἀ­πὸ τὸ με­γά­λο του ἐν­θου­σια­σμὸ καὶ τὴ φό­ρα ποὺ εἶ­χε πά­ρει.
        Κου­νών­τας τὸ κε­φά­λι, αἰ­σθα­νό­με­νος μιὰ θλί­ψη ὣς τὰ βά­θη τῆς ψυ­χῆς του καὶ τὴ χα­ρὰ τῶν δι­α­κο­πῶν του νὰ ἔ­χει πά­ει πε­ρί­πα­το, κοι­τά­ζον­τας νο­σταλ­γι­κὰ τὸ νε­ρὸ νὰ κυ­λά­ει εἰ­ρη­νι­κά, τὸ ἴ­διο νε­ρὸ ὅ­που χα­ρι­τω­μέ­να χο­ρο­πη­δοῦν τὰ ἐ­λεύ­θε­ρα ψά­ρια, προ­σπα­θεῖ νὰ συ­νε­χί­σει: «Καὶ τό­τε…» Ποῦ ν’ ἀρ­θρώ­σει ὅ­μως λέ­ξη πα­ρα­πέ­ρα, μὲς στὴν τό­ση συγ­κί­νη­ση.
        Ὁ ψα­ρὰς τὸν χτυ­πᾶ στὴν πλά­τη ὅ­πως χτυ­ποῦ­με τὰ παι­διὰ ὅ­ταν στρα­βο­κα­τα­πιοῦν.
        «Τό­τε τί;» ρω­τά­ει σι­γα­νά.
         «Τό­τε», λέ­ει ὁ του­ρί­στας μὲ ἀ­νεί­πω­το ἐν­θου­σια­σμό, «τό­τε θὰ μπο­ρού­σα­τε νὰ κά­θε­στε ἥ­συ­χος ἐ­δῶ στὸ λι­μά­νι, νὰ χου­ζου­ρεύ­ε­τε στὸν ἥ­λιο καὶ ν’ ἀ­γναν­τεύ­ε­τε τὴ θά­λασ­σα.»
        «Μὰ αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς κά­νω καὶ τώ­ρα», ἀ­παν­τᾶ ὁ ψα­ράς, «κά­θο­μαι ἥ­συ­χος στὸ λι­μά­νι καὶ χου­ζου­ρεύ­ω. Τὸ ‘κλίκ’ σας μό­νο μ’ ἐ­νό­χλη­σε.»
        Ἔ­χον­τας πά­ρει πλέ­ον τὸ μά­θη­μά του, ὁ του­ρί­στας ἔ­φυ­γε σκε­πτι­κός. Βλέ­πε­τε, πρὶν πί­στευ­ε κι ὁ ἴ­διος ὅ­τι δού­λευ­ε, προ­κει­μέ­νου μιὰ μέ­ρα νὰ μπο­ρεῖ νὰ μὴ δου­λεύ­ει. Ἔ­τσι, δὲν ἔ­μει­νε μέ­σα του οὔ­τε ἴ­χνος συμ­πό­νιας γιὰ τὸ φτω­χον­τυ­μέ­νο ψα­ρά· μό­νο μιὰ μι­κρὴ δό­ση ζή­λειας.


Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη
 
Πρώτη δημοσίευση: Ιστολόγιο "Ιστορίες Μπονζάι" του περιοδικού "Πλανόδιον"

____________________________________

24/5/11

Η μικρή, ακαταμέτρητη αγαπημένη...

 

 Heinrich Böll

Στὴ γέφυρα 

 (An der Brücke)



ΟΥ ΕΚΑΝΑΝ ΡΑΜΜΑΤΑ στὰ πό­δια καὶ μοῦ ἔ­δω­σαν τέ­τοι­ο πό­στο ποὺ νὰ μπο­ρῶ νὰ κά­θο­μαι. Τί πό­στο; Με­τρῶ τοὺς ἀν­θρώ­πους ποὺ περ­νοῦν ἀ­π’ τὴν και­νού­ργια γέ­φυ­ρα. Τὸ χαί­ρον­ται νὰ μπο­ροῦν ν’ ἀ­πο­δεί­ξουν τὴν ἀ­ξι­ο­σύ­νη τους μὲ νού­με­ρα, ξε­τρε­λαί­νον­ται μὲ αὐ­τὸ τὸ ἀ­νού­σιο Τί­πο­τα, φτι­αγ­μέ­νο ἀ­πὸ με­ρι­κὰ ψη­φί­α, καὶ ὅ­λη μέ­ρα, ναί, ὅ­λη μέ­ρα πη­γαί­νει τὸ ἄ­λα­λο στό­μα μου σὰν μη­χα­νι­σμὸς ρο­λο­γιοῦ ποὺ κα­τα­γρά­φει τὸ ἕ­να ψη­φί­ο με­τὰ τὸ ἄλ­λο γιὰ νὰ τοὺς χα­ρί­σει κα­τὰ τὸ βρά­δυ τὸ θρί­αμ­βο ἑ­νὸς ἀ­ριθ­μοῦ.

         Τὰ πρό­σω­πά τους λάμ­πουν σὰν τοὺς ἀ­να­κοι­νώ­νω τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα. Ὅ­σο δὲ με­γα­λύ­τε­ρος ὁ ἀ­ριθ­μός, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο λάμ­πουν ἐ­κεῖ­νοι, ἔ­χον­τας πλέ­ον ἕ­να λό­γο νὰ ξα­πλώ­σουν εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νοι στὸ κρε­βά­τι τους. Πῶς ἀλ­λι­ῶς, ἀ­φοῦ πολ­λὲς χι­λιά­δες ἀν­θρώ­πων περ­νοῦν κα­θη­με­ρι­νῶς ἀ­πὸ τὴν και­νού­ρια τους γέ­φυ­ρα;

        Κι ὅ­μως, οἱ στα­τι­στι­κές τους δὲν εὐ­στα­θοῦν. Νὰ μὲ συγ­χω­ρή­σουν, ἀλ­λὰ δὲν ἀ­λη­θεύ­ουν. Εἶ­μαι ἀ­να­ξι­ό­πι­στος, ἂν καὶ κα­τα­φέρ­νω νὰ προ­κα­λῶ στοὺς ἄλ­λους τὴν ἐν­τύ­πω­ση τοῦ εὐ­συ­νεί­δη­του.

        Κα­τὰ βά­θος μὲ χα­ρο­ποι­εῖ νὰ κα­τα­πί­νω ποῦ καὶ ποῦ κα­νέ­ναν πε­ρα­στι­κό, ἐ­νῶ ἄλ­λες φο­ρὲς πά­λι, αἰ­σθα­νό­με­νος συμ­πό­νια, τοὺς χα­ρί­ζω με­ρι­κούς. Κρα­τῶ τὴν τύ­χη τους στὰ χέ­ρια μου. Ὅ­ταν εἶ­μαι ὀρ­γι­σμέ­νος ἢ δὲν ἔ­χω νὰ κά­νω τσι­γά­ρο, τοὺς δί­νω μό­νο τὸ μέ­σο ὅ­ρο, ἴ­σως καὶ κά­τω ἀ­π’ τὸ μέ­σο ὅ­ρο. Ὅ­ταν πά­λι ἡ καρ­διά μου ἀ­γαλ­λιᾶ καὶ εἶ­μαι χα­ρού­με­νος, ἐ­πι­τρέ­πω στὴ γεν­ναι­ο­δω­ρί­α μου νὰ με­του­σι­ω­θεῖ σὲ ἀ­ριθ­μοὺς πεν­τα­ψή­φιους. Καὶ εἶ­ναι τό­τε τό­σο εὐ­τυ­χεῖς! Μοῦ ἁρ­πά­ζουν τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα ἀ­π’ τὰ χέ­ρια, μὲ χτυ­ποῦν ἐ­πι­δο­κι­μα­στι­κὰ στὸν ὦ­μο καὶ τὰ μά­τια τους λάμ­πουν. Δὲν ἔ­χουν ἰ­δέ­α! Καὶ με­τὰ ρί­χνον­ται στοὺς πολ­λα­πλα­σια­σμοὺς καὶ τὶς δι­αι­ρέ­σεις καὶ τὶς πο­σο­στο­ποι­ή­σεις καὶ ξέ­ρω ’­γὼ τί ἄλ­λο. Λο­γα­ριά­ζουν πό­σοι ἄν­θρω­ποι περ­νοῦν ἀ­π’ τὴ γέ­φυ­ρα κά­θε λε­πτὸ καὶ πό­σοι θὰ ἔ­χουν πε­ρά­σει ἀ­π’ αὐ­τὴ σὲ δέ­κα χρό­νια. Ἀ­γα­ποῦν τὸ συν­τε­λε­σμέ­νο μέλ­λον­τα, λα­τρεύ­ουν τὸν συν­τε­λε­σμέ­νο μέλ­λον­τα, εἰ­δι­κεύ­ον­ται στὸν συν­τε­λε­σμέ­νο μέλ­λον­τα. Κι ὅ­μως, νὰ μὲ συγ­χω­ρή­σουν, ἀλ­λὰ ὅ­λα αὐ­τὰ δὲν ἰ­σχύ­ουν…

        Σὰν περ­νᾶ ἀ­π’ τὴ γέ­φυ­ρα ἡ μι­κρή μου ἀ­γα­πη­μέ­νη —καὶ περ­νᾶ δυ­ὸ φο­ρὲς ἡ­με­ρη­σί­ως—, τό­τε ἡ καρ­διά μου στα­μα­τᾶ. Ὁ ἀ­κού­ρα­στος χτύ­πος τῆς καρ­διᾶς μου ἁ­πλῶς παύ­ει, ἕ­ως ὅ­του ἐ­κεί­νη στρί­ψει στὴν ἀ­λέ­α καὶ χα­θεῖ. Καὶ ὅ­λους, ὅ­σοι τυ­χαί­νει νὰ περ­νοῦν στὸ με­τα­ξύ, τοὺς ἀ­πο­σι­ω­πῶ. Αὐ­τὰ τὰ δύο λε­πτὰ ἀ­νή­κουν σ’ ἐ­μέ­να, εἶ­ναι δι­κά μου καὶ δὲν τοὺς ἐ­πι­τρέ­πω νὰ μοῦ τὰ πά­ρουν. Καὶ τὸ βρά­δυ πά­λι, κα­θὼς ἐ­κεί­νη ἐ­πι­στρέ­φει ἀ­π’ τὸ πα­γω­το­πω­λεῖ­ο, κα­θὼς ἀ­π’ τὴν ἄλ­λη με­ριὰ τοῦ πε­ζο­δρο­μί­ου προ­σπερ­νᾶ τὸ στό­μα μου —αὐ­τὸ τὸ στό­μα ποὺ συ­νε­χῶς με­τρᾶ καὶ με­τρᾶ—, στα­μα­τᾶ καὶ πά­λι ἡ καρ­διά μου κι ἐ­γὼ ἀρ­χί­ζω ξα­νὰ νὰ με­τρῶ μο­νά­χα σὰν τὴ χά­σω ἀ­π’ τὰ μά­τια μου. Καὶ ὅ­λοι ὅ­σοι ἔ­χουν τὴν τύ­χη νὰ πε­ρά­σουν σὲ αὐ­τὰ ἀ­κρι­βῶς τὰ λε­πτὰ ἐμ­πρὸς ἀ­π’ τὰ τυ­φλά μου μά­τια, δὲν περ­νοῦν στὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα τῶν στα­τι­στι­κῶν. Ἄν­δρες-σκι­ές, γυ­ναῖ­κες-σκι­ές, ἀ­νύ­παρ­κτες ὀν­τό­τη­τες ποὺ δὲ θὰ βα­δί­σουν πο­τὲ στὸ συν­τε­λε­σμέ­νο μέλ­λον­τα τῶν στα­τι­στι­κῶν…

        Φῶς φα­νά­ρι πὼς τὴν ἀ­γα­πῶ. Ἐ­κεί­νη ὅ­μως δὲ γνω­ρί­ζει τί­πο­τα κι οὔ­τε θὰ ἤ­θε­λα νὰ τὸ μά­θει. Δὲν πρέ­πει κὰν νὰ δι­α­νο­η­θεῖ κα­τὰ τί ἀ­παί­σιο τρό­πο ἀλ­λοι­ώ­νει τοὺς ὑ­πο­λο­γι­σμούς· ἀν­τι­θέ­τως, πρέ­πει νὰ πα­ρα­μεί­νει ἀ­θώ­α κι ἀ­νυ­πο­ψί­α­στη καὶ μὲ τὰ μα­κριὰ κα­στα­νά της μαλ­λιὰ καὶ τὰ ντε­λι­κά­τα πό­δια της νὰ συ­νε­χί­σει νὰ πη­γαί­νει στὸ πα­γω­το­πω­λεῖ­ο καὶ νὰ παίρ­νει γε­ρὸ φι­λο­δώ­ρη­μα. Τὴν ἀ­γα­πῶ. Εἶ­ναι ὁ­λο­φά­νε­ρο, τὴν ἀ­γα­πῶ.

        Πρό­σφα­τα μοῦ ἔ­κα­ναν ἔ­λεγ­χο. Τὸ παι­δὶ ποὺ κά­θε­ται ἀ­πέ­ναν­τι καὶ με­τρᾶ τ’ αὐ­το­κί­νη­τα μοῦ τὸ σφύ­ρι­ξε ἐγ­καί­ρως καὶ πρό­σε­χα ὅ­σο δὲν πά­ει ἄλ­λο. Με­τροῦ­σα μα­νι­ω­δῶς. Χι­λι­ο­με­τρη­τὴς δὲ θὰ με­τροῦ­σε κα­λύ­τε­ρα. Ὁ ἴ­διος ὁ προ­ϊ­στά­με­νος τῆς στα­τι­στι­κῆς ὑ­πη­ρε­σί­ας στά­θη­κε ἀ­πέ­ναν­τι, ἀ­π’ τὴν ἄλ­λη με­ριὰ τοῦ δρό­μου, καὶ συ­νέ­κρι­νε ἀρ­γό­τε­ρα τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς δι­κῆς του κα­τα­μέ­τρη­σης γιὰ μί­α ὁ­ρι­σμέ­νη ὥ­ρα μὲ τὸ δι­κό μου ἀ­πο­τέ­λε­σμα. Μοῦ ἔ­λει­πε μό­νον ἕ­νας. Πέ­ρα­σε ἡ μι­κρή μου ἀ­γα­πη­μέ­νη καὶ πο­τὲ μὰ πο­τὲ δὲ θὰ ἐ­πέ­τρε­πα νὰ με­τα­φερ­θεῖ τὸ ὄ­μορ­φο αὐ­τὸ κο­ρί­τσι σὲ συν­τε­λε­σμέ­νο μέλ­λον­τα. Αὐ­τήν, τὴ μι­κρή μου ἀ­γα­πη­μέ­νη, δὲν τὴν πολ­λα­πλα­σιά­ζει, οὔ­τε τὴ δια­ιρεῖ κα­νείς, κα­νεὶς δὲν τὴν με­τα­τρέ­πει σὲ πο­σο­στια­ῖο Τί­πο­τα. Αἱ­μορ­ρα­γοῦ­σε ἡ καρ­διά μου ποὺ ἔ­πρε­πε νὰ συ­νε­χί­σω τὸ μέ­τρη­μα καὶ δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ τὴν κοι­τά­ζω κα­θὼς περ­νοῦ­σε, ἀλ­λὰ καὶ στὸ παι­δὶ ἀ­πέ­ναν­τι ποὺ με­τρά­ει τ’ αὐ­το­κί­νη­τα εἶ­μαι εὐ­γνώ­μων. Ἦ­ταν γιὰ ‘μέ­να θέ­μα ζω­ῆς καὶ θα­νά­του.

        Ὁ προ­ϊ­στά­με­νος μὲ χτύ­πη­σε ἐ­πι­δο­κι­μα­στι­κὰ στὸν ὦ­μο καὶ μοῦ εἶ­πε ὅ­τι εἶ­μαι κα­λός, πι­στὸς κι εὐ­συ­νεί­δη­τος. «Ἕ­νας λι­γό­τε­ρος δὲν εἶ­ναι τί­πο­τε» εἶ­πε. «Εἶ­ναι στὰ ὅ­ρια τοῦ στα­τι­στι­κοῦ σφάλ­μα­τος. Θὰ ζη­τή­σω νὰ με­τα­τε­θεῖ­τε στὶς ἅ­μα­ξες.»

        Ἅ­μα­ξες; Τώ­ρα ἔ­πια­σα τὴν κα­λή! Ἅ­μα­ξες ση­μαί­νει ἀ­ρα­λί­κι δί­χως προ­η­γού­με­νο. Περ­νοῦν τὸ πο­λὺ 25 ἅ­μα­ξες τὴ μέ­ρα καὶ δὲν εἶ­ναι δὰ καὶ δύ­σκο­λο νὰ περ­νᾶς στὸ ἑ­πό­με­νο νού­με­ρο κά­θε μι­σὴ ὥ­ρα. Γι’ αὐ­τὸ λέ­ω: ἀ­ρα­λί­κι!

        Στὶς ἅ­μα­ξες θὰ ἦ­ταν ἐκ­πλη­κτι­κά. Με­τα­ξὺ τέσ­σε­ρις κι ὀ­χτὼ ἀ­πα­γο­ρεύ­ε­ται ἡ κυ­κλο­φο­ρί­α τους στὴ γέ­φυ­ρα καὶ θὰ μπο­ροῦ­σα νὰ πη­γαί­νω γιὰ πε­ρί­πα­το ἢ στὸ πα­γω­το­πω­λεῖ­ο, νὰ τὴν κοι­τά­ζω μὲ τὶς ὧ­ρες ἢ ἀ­κό­μα καὶ νὰ τὴ συ­νο­δεύ­ω στὸ δρό­μο γιὰ τὸ σπί­τι ἕ­ως ἑ­νὸς ση­μεί­ου, τὴ μι­κρή μου ἀ­κα­τα­μέ­τρη­τη ἀ­γα­πη­μέ­νη…
Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη
Πρώτη δημοσίευση: Ιστολόγιο "Ιστορίες Μπονζάι" του περιοδικού "Πλανόδιον", 29.11.2010

________________________________________________

3/5/11

Στη δική μου της δύσης σιγή...

Elena Tamargo 

Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη

Εγώ, απ’ την Αβάνα

Γι’ άλλη μια φορά κορίτσι γίνομαι μες στο χειμώνα
και κανείς δε μου χαρίζει μια γαρδένια.
Κι όμως, την επιστροφή των φεγγαριών μου υιοθετώ
σιωπηλή στο βάθος του δρόμου,
σχεδόν ευτυχής, σαν σε λήθαργο,
κάτω από αυτήν την πέτρα την κόκκινη.
Κυματίζω σαν κάμπος λουλουδισμένος∙
αυτή η προίκα αναλογεί σε μια γυναίκα ξυπνητή,
ένα όνειρο αιωρούμενο πάνω απ’ το σώμα.
Τα λίλιουμ της Ροζίτας,
οι μόνοι μου μάρτυρες,
την κουκουβάγια περιμένουν
στη δική μου της δύσης σιγή.
Επιστρέφω στα μεσάνυχτα αυτού του χειμώνα∙
πλησίασε, το όμποε και το ταμπούρλο μου ν’ ακούσεις,
πλησίασε κι ας με μαγέψεις.
Πόλη, πόλη
μη σκοτώνεις τη μανία μου να ‘μαι όμορφη
γυμνή να περιφέρομαι και τα μαλλιά μου να χτενίζω.
Πόλη με πουλιά και φρεάτια,
πιθανή σκηνή μιας ιστορίας που έληξε.
Αχ, πόλη μου
γρασίδι μου
τρέχουσα θέση μου
την ώρα που κοιμούνται τα περιστέρια.
Πόλη που ευλογείς την ξαγρύπνια μου
τράβηξέ με προς τη θάλασσα
δίχως φάρους ούτε θύματα,
με φύκια στα μαλλιά μου
και στα δικά σου από αλάτι.




********************************

Habanera yo

Soy otra vez muchacha en el invierno
y nadie me regala una gardenia.
Pero el regreso de mis lunas
ahíjo taciturna del fondo de la calle
casi feliz, aletargada
bajo esta piedra roja.
Retozo como un campo florecido
es la herencia adecuada de una mujer despierta
un sueño desprendido del cuerpo que lo ha usado.
Los lirios de Rosita
mis únicos testigos
esperan la lechuza
en el silencio mío del oeste.
Vuelvo en la medianoche de este invierno
acércate a escuchar mi tambor y mi oboe
acércate con riesgo de hechizarme.
Ciudad, ciudad
no mates mi manía de ser bella
de pasearme desnuda y cepillarme el pelo.
Ciudad con pajaritos y cisternas
el probable lugar donde acabó una historia.
Ay, mi ciudad
mi pasto
mi sitio recurrente
a la hora en que duermen las palomas.
Ciudad que has bendecido mis vigilias
arrástrame hacia el mar
sin farolas ni víctimas
con algas en mi pelo
y en tu pelo de sal.
―·―·―·―·―·―

 

Εικόνες σκόρπιες της Αβάνας

Σκέψεις, κλοπές, απολαύσεις∙
τα πάντα ένας και μόνο σπασμός.
Λάζαρε, σπεύσε βραδέως.
Ξεπήδησε απ’ τα σάβανα σαν δε σε βλέπουν
και δείξε τα σπλάχνα της σονάτας.
Το πλάσμα αυτό ξεχαλίνωσε το τίποτα.
Είναι η σήψη η τόσο φυσική που σε περιβάλλει.
Βλέπω την ξαγρύπνια σου με τα δικά της μάτια
βλέπω το δίσκο να γυρίζει και τους ανθρώπους
βλέπω απόνερα, τραμ
βλέπω γιγάντια κομμάτια της Αβάνας.
Τους μαύρους βλέπω
με τα πόδια τους να παίζουν το ρυθμό αιώνων.
Μαύρους, πνευματικούς.
Λευκό το μαντίλι στο πρωινό τραπέζι
λευκός ο παππούς μου
λευκοί στην εξορία, αφηρημένοι
μεθυσμένοι από λευκότητα
λευκά τα νοσοκομεία
μαύρο το σώμα μου στον έρωτα τον πρώτο.
Καταφτάνουν οι πεταλούδες, την καύση μου να βεβαιώσουν
και μ’ αφήνουν την ανάσα τους να φιλώ∙
η ανώφελη τελετή 
πλάι στο θαμπό καντήλι.

*********************************

Fragmentos de La Habana

Pensar, robar, gozar
todo un único espasmo.
Arpegia y pica, Lázaro.
Salta de los tejados cuando nadie te vea
y muestra el interior de la sonata.
Aquella criatura desenfrenó la nada.
Es la maldad tan natural lo que te bambolea.
Veo tu insomnio a su manera
veo el disco girar y a los hombres
veo charcos, tranvías
veo enormes pedazos de La Habana.
A los negros los veo
resonando a sus pies el toque de los siglos.
Negros espirituales.
Blanco el mantel del primer desayuno
blanco mi abuelo
blancos en el exilio, desconcertados
borrachos de blancura
blancos los hospitales
negro mi cuerpo en el primer amor.
Llegan las mariposas a confirmar que ardí
y me dejan besando su jadeo
la inútil ceremonia
junto al candil oscuro. 
Αναδημοσίευση από το περιοδικό Poeticanet (τεύχος 12, Απρίλιος 2010)
 

__________________________________________

8/4/11