27/2/13

Empty Paradise...


Ένα δεμένο δίδυμο.

Δυο αντίθετοι πόλοι,
 με τον έναν πρωταγωνιστή -θαρρείς- ομιλούσα συνείδηση του άλλου.

Καλή συνέχεια!

Empty Paradise  του Αντώνη Παπαϊωάννου,
σκηνοθεσία Τόνια Σταυροπούλου,
στον πολυχώρο "Ανάμεσα"

25/2/13

Μια γεύση από Τζιοκόντα Μπέλι, στο επόμενο τεύχος του "Δέντρου"...





















Gioconda Belli

Κι ο Θεός μ’ έπλασε γυναίκα...

Κι ο Θεός μ’ έπλασε γυναίκα,
με μαλλιά μακριά,
μάτια,
μύτη και στόμα θηλυκά.
Με καμπύλες
και πτυχώσεις
και κοιλώματα απαλά
ορύσσοντάς με εντός,
κάνοντάς με εργοτάξιο ανθρωπίνων όντων.
Περίτεχνα έπλεξε τα νεύρα μου
κι ισορρόπησε με προσοχή
των ορμονών μου το πλήθος.
Το αίμα μου παρασκεύασε
και με τούτο με κέντρισε,
το κορμί μου ολόκληρο
με αίμα να γεμίσει —
έτσι γεννηθήκαν οι ιδέες,
τα όνειρα,
το ένστικτο.
Όλα όσα απαλά δημιούργησε,
λαξεύοντάς τα με πνοές,
σκαλίζοντάς τα με αγάπη,
αυτά τα χίλια κι ένα πράγματα που με κάνουν γυναίκα όλες τις μέρες,
που για χάρη τους ξυπνάω υπερήφανη
όλα τα πρωινά
κι ευλογώ το φύλο μου.

Μετάφραση από την ισπανική: Έλενα Σταγκουράκη


*********************************

Y Dios me hizo mujer...
 
Y Dios me hizo mujer,
de pelo largo,
ojos,
nariz y boca de mujer.
Con curvas
y pliegues
y suaves hondonadas
y me cavó por dentro,
me hizo un taller de seres humanos.
Tejió delicadamente mis nervios
y balanceó con cuidado
el número de mis hormonas.
Compuso mi sangre
y me inyectó con ella
para que irrigara
todo mi cuerpo;
nacieron así las ideas,
los sueños,
el instinto.
Todo lo que creó suavemente
a martillazos de soplidos
y taladrazos de amor,
las mil y una cosas que me hacen mujer todos los días
por las que me levanto orgullosa
todas las mañanas
y bendigo mi sexo.

16/2/13

3ο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης "Γυναικεία Κραυγή"



Δελτίο Τύπου



Η Εταιρεία Συγγραφέων και το περιοδικό Poeticanet συμμετέχουν στο 3o Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης «Γυναικεία Κραυγή», το οποίο εκτυλίσσεται ταυτόχρονα σε 30 χώρες παγκοσμίως με θέμα τη βία κατά των γυναικών. Με το ξεκίνημά του στη Δομινικανή Δημοκρατία, το ομώνυμο κίνημα επεκτάθηκε σ’ ολόκληρη τη Λατινική Αμερική και τον κόσμο. Η ελληνική εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί στις 13 Μαρτίου στο Ινστιτούτο Θερβάντες. 


Το θέμα της βίας στην Ελλάδα παρουσιάζουν η ψυχολόγος Μαρία Κεφαλοπούλου και η κοινωνική λειτουργός Γεωργία Μπούρη του Τμήματος Ισότητας του Δήμου Αθηναίων. 


Η μεταφράστρια Έλενα Σταγκουράκη παρουσιάζει το κίνημα και την κατάσταση στη Λατινική Αμερική, απαγγέλοντας ποίηση διαμαρτυρίας από Λατινοαμερικάνες ποιήτριες του κινήματος. 


Τέλος, ποιήτριες νεότερων γενεών αναδεικνύουν με τις φωνές τους ποίηση από Ελληνίδες ποίητριες του εικοστού αιώνα, πάνω σε ζητήματα γυναικείας ταυτότητας και καλλιτεχνικής και κοινωνικής χειραφέτησης. Την οργάνωση της βραδυάς έχουν αναλάβει οι ποιήτριες Κατερίνα Ηλιοπούλου και Γιάννα Μπούκοβα και η μεταφράστρια Έλενα Σταγκουράκη.




Τετάρτη 13 Μαρτίου, ώρα 19.00 μ.μ.
αμφιθέατρο Ινστιτούτου Θερβάντες, Μητροπόλεως  23 


13/2/13

Si se calla el cantor, calla la vida...


Τραγουδούν: Mercedes Sosa, Horacio Guaraní


Horacio Guaraní

Αν πάψει ο ποιητής, και η ζήση παύει...

Αν πάψει ο ποιητής, και η ζήση παύει,
γιατί η ζωή είναι η ίδια ένα ποίημα.
Αν πάψει ο ποιητής, γίνεται θύμα
η ελπίδα, η χαρά και το καράβι.

Αν πάψει ο ποιητής, μένουν μονάχα
και μόνα τα πουλιά της καλημέρας.
Οι εργάτες στο λιμάνι λεν' ποιος τάχα,
ποιος θα το βγάλει το ψωμί της μέρας.

(Μιλητά:)
«Τι ν’ απογίνει η ζωή αν όντως
ο ποιητής δεν βγαίνει πια στο βήμα
για τον βασανισμένο και για ’κείνον
που αναίτια τον φορτώνουνε με κρίμα.»

Αν πάψει ο ποιητής, πάει και το ρόδο.
Τι να το κάνεις δίχως να ’χεις ποίημα;
Το ποίημα πρέπει, φως πάνω απ’ το κύμα,
να φέγγει πάνω στων θνητών το δρόμο.

Να μη σωπάσει ο ποιητής∙ αν πάψει,
καλύπτει τον φρικτό που υποδουλώνει.
Δεν ξέρουνε αυτοί που υποκύπτουν
πως το έγκλημα τους ποιητές δεν φιμώνει.

(Μιλητά:)
«Να σηκωθούν τα λάβαρα πια όλα
καθώς ο ποιητής κραυγή θα υψώνει.
Χιλιάδες να ματώσουνε κιθάρες
σ’ αιώνιο ποίημα που δεν θα τελειώνει.»

 Αν πάψει ο ποιητής, και η ζήση παύει...


Μετάφραση απ' την ισπανική: Έλενα Σταγκουράκη 


********************************

Si se calla el cantor calla la vida...

Si se calla el cantor calla la vida
porque la vida misma es todo un canto,
si se calla el cantor muere de espanto
la esperanza, la luz y la alegría.

Si se calla el cantor se quedan solos
los humildes gorriones de los diarios,
los obreros del puerto se persignan,
quién habrá de luchar por sus salarios.

Qué ha de ser de la vida si el que canta,
no levanta su voz en las tribunas,
por el que sufre, por el que no hay ninguna razón
que lo condene a andar sin manta.

Si se calla el cantor muere la rosa,
de qué sirve la rosa sin el canto,
debe el canto ser luz sobre los campos,
iluminando siempre a los de abajo.

Que no calle el cantor porque el silencio,
cobarde apaña la maldad que oprime,
no saben los cantores de agachadas,
no callarán jamás de frente al crimen.

Que se levanten todas las banderas,
cuando el cantor se plante con su grito,
que mil guitarras desangren en la noche,
una inmortal canción al infinito.

Si se calla el cantor...calla la vida...

10/2/13

Στα φιορδ της κουρτίνας...















 
Ἀλέξιος Μάινας

P­a­r­a­d­i­se L­o­st


T-[Tay]-SomataΟ 1994 ΗΜΟΥΝ δε­κα­ο­χτὼ ἐ­τῶν, ἕ­νας νε­ο­θρὶξ μι­κρο­α­στὸς Ἀ­δὰμ στὸ ἄν­θος ὅ­λης μου τῆς ἀ­σά­φειας, καὶ ἤ­μουν ὁ τε­λευ­ταῖ­ος ἀ­π’ τὴν πα­ρέ­α μου ποὺ χό­ρε­ψε b­l­u­es. Ἦ­ταν στὸ σπί­τι ἑ­νὸς φί­λου, τοῦ Τά­κη, σὲ μιὰ πο­λυ­κα­τοι­κί­α – ἀ­πὸ τὸ μπαλ­κό­νι τοῦ πέμ­πτου ὀ­ρό­φου φαι­νό­ταν στὸ βά­θος ὁ Ὑ­μητ­τός, ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ριὰ ἦ­ταν ἡ πό­λη ὡς ἀ­ό­ρα­το μυ­θο­λο­γι­κὸ μουρ­μού­ρι­σμα.
       Τὰ ἀ­γό­ρια φο­ρού­σα­με ὅ­λα χον­τροὺς κο­κά­λι­νους σκε­λε­τοὺς ποὺ ξα­νά­γι­ναν τῆς μό­δας με­τὰ ἀ­πὸ δε­κα­ε­πτὰ χρό­νια, καὶ εἴ­χα­με κά­νει πη­γα­δά­κι πά­νω στὸν φαρ­δὺ ὑ­πο­κί­τρι­νο κα­να­πὲ μὲ τὴ γλι­στε­ρὴ δερ­μά­τι­νη ἐ­πι­φά­νεια καὶ τὶς ἐ­τα­ζέ­ρες γιὰ τὰ κο­κτέ­ιλ, ψι­θυ­ρί­ζον­τας καὶ δι­α­πραγ­μα­τευ­ό­με­νοι μὲ ποι­ὰ γει­τό­νισ­σα τοῦ Τά­κη θὰ χο­ρέ­ψου­με. Οἱ ὄ­μορ­φες κα­θόν­του­σαν ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη πλευ­ρὰ τῆς ζω­ῆς, σὲ μιὰ γού­βα φω­τὸς τοῦ τρι­πλοῦ πορ­τα­τὶφ καί, ἂν καὶ χα­χά­νι­ζαν ἐμ­φα­νῶς ζων­τα­νὲς καὶ θερ­μό­αι­μες, ἦ­ταν γιὰ μᾶς συμ­πα­γεῖς κι ἀ­προ­σπέ­λα­στες σὰν κέ­ρι­να ὁ­μοι­ώ­μα­τα. Τὸ μό­νο ποὺ μᾶς συ­νέ­δε­ε ἦ­ταν τὸ παρ­κέ.
      Ἐ­ξου­θε­νω­μέ­νος ἀ­πὸ τὶς ἐμ­φα­νεῖς δυ­σκο­λί­ες τοῦ νὰ μὴν εἶ­σαι πιὰ παι­δὶ βγῆ­κα στὸ μπαλ­κό­νι νὰ κα­πνί­σω. Ἤ­μουν μό­νος κι ἔ­κα­νε κρύ­ο. Τὸ τσι­γά­ρο δὲν ἦ­ταν ἀ­κό­μα μιὰ δι­και­ο­λο­γί­α γιὰ συ­ζη­τή­σεις καὶ γνω­ρι­μί­ες ὅ­πως ἡ βόλ­τα μὲ τὸ σκύ­λο, ἦ­ταν ἕ­να εἶ­δος στοι­χή­μα­τος ἢ ἀ­πό­δει­ξης, μιὰ πρά­ξη πί­στης σὲ κά­τι ποὺ δὲν πι­στεύ­α­με ὅ­πως ἀρ­γό­τε­ρα ὁ στρα­τός. Πί­σω ἀ­π’ τὸν πλα­ϊ­νὸ τοῖ­χο τῆς βε­ράν­τας μπρο­στὰ στὴν κου­ζί­να, ἂν ἔ­σκυ­βες πά­νω ἀ­πὸ τὴν ἁ­πλώ­στρα, φαι­νό­ταν ἕ­να τρί­γω­νο Ἀ­θή­νας σὰν νε­κρο­τα­φεῖ­ο μὲ πο­λύ­χρω­μα φω­τά­κια καὶ τὴ φι­μω­μέ­νη μεμ­ψι­μοι­ρί­α τῶν νε­κρῶν. Ἔ­νι­ω­θα συν­δε­δε­μέ­νος μὲ τὸν ἀ­χὸ τῆς πό­λης ὅ­πως μὲ ὀμ­φά­λιο λῶ­ρο. Ἡ Κυ­ψέ­λη τῶν πρώ­των ἐ­τῶν δὲ φαι­νό­ταν μέ­σα στοὺς ἀ­στε­ρι­σμοὺς ἀ­πὸ αὐ­τὸ τὸ ση­μεῖ­ο, οὔ­τε ἡ ἄλ­λη κυ­ψέ­λη στὴ σκιὰ τοῦ Λυ­κα­βητ­τοῦ, ὅ­που με­γά­λω­σα μέ­σα στὰ κορ­να­ρί­σμα­τα. Ἀρ­γὰ τὸ βρά­δυ ὅ­ταν ἔ­σβη­να τὸ φῶς μπο­ροῦ­σα νὰ φαν­τα­στῶ τὶς ἀ­νά­σες τῶν μυ­ριά­δων κοι­μώ­με­νων νὰ ἀ­νε­βαί­νουν ψη­λὰ στὴν ἀ­τμό­σφαι­ρα σὰ λω­ρί­δες ρι­ζό­χαρ­το. Δὲ γνώ­ρι­ζα σχε­δὸν κα­νέ­ναν. Τὴ νύ­χτα ἔ­βλε­πα συ­χνὰ φα­νά­ρια, οἱ δι­α­σταυ­ρώ­σεις τοῦ ὕ­πνου μου ἦ­ταν γε­μά­τες γυ­μνοὺς μὲ σα­κά­κια.
      Κά­ποι­α στιγ­μὴ ἦρ­θε ἀ­πὸ πί­σω μου ἡ Τά­νι (μὲ γι­ώ­τα), μιὰ νορ­βη­γί­δα πρα­σι­νο­μά­τα Μπρυν­χίλ­ντε ποὺ ὁ Τά­κης γνώ­ρι­ζε ἀ­πὸ μιὰ ἄλ­λη, κα­λο­και­ρι­νὴ πο­λυ­κα­τοι­κί­α στὸ Φά­λη­ρο. Ἤ­θε­λε νὰ χο­ρέ­ψου­με, μοῦ ἔ­κα­νε τὴν ἀ­νέλ­πι­στη πρό­τα­ση εὐ­θύ­βο­λα καὶ νορ­βη­γι­κά, ἀλ­λὰ τῆς εἶ­πα ὄ­χι, για­τί ἤ­ξε­ρα ὅ­τι θὰ ἔ­πρε­πε νὰ ἀγ­κα­λι­α­στοῦ­με πά­νω ἀ­π’ τὴν ἤ­δη ἐ­πι­τα­κτι­κὴ ἀ­να­το­μί­α μου. Πα­ρό­λα αὐ­τὰ μὲ πλη­σί­α­σε, ἄ­φο­βα σὰν νὰ μὴν ὑ­πῆρ­χαν σει­σμοὶ στὸν πέμ­πτο, σὰν νὰ μὴν ὑ­πῆρ­χε ἡ Κραυ­γὴ τοῦ M­u­n­ch, μοῦ πῆ­ρε μὲ μιὰ ἁ­πλὴ κί­νη­ση τὸ τσι­γά­ρο ἀ­π’ τὸ στό­μα, ἔ­κα­νε μιὰ τζού­ρα, τὸ πέ­τα­ξε στὸ σκο­τά­δι χω­ρὶς νὰ ρω­τή­σει, τύ­λι­ξε τοὺς βρα­χί­ο­νες σὲ πρά­σι­νο φό­ρε­μα ἀρ­γὰ-ἀρ­γὰ κά­τω ἀ­πὸ τὸ μαλ­λί μου σὰν πύ­θω­νες γύ­ρω ἀ­π’ τὸ σβέρ­κο μου, καὶ σφρά­γι­σε μιὰ γιὰ πάν­τα μ’ ἕ­να ἁ­πλὸ γη­τευ­τι­κὸ λί­κνι­σμα τῶν γο­φῶν, μ’ ἕ­να τρί­λε­πτο b­l­u­es πά­νω στὴ στύ­ση μου, κά­τω ἀ­πὸ τὸν μπλὲ ἀ­πό­η­χο τοῦ “W­i­t­h­o­ut y­ou” πί­σω ἀ­π’ τὰ τζά­μια τοῦ σα­λο­νιοῦ καὶ τὴ μα­κρι­νὴ γαρ­γά­ρα τῆς πό­λης, τί θὰ πεῖ ὑ­πε­ρο­χή. Καὶ ὑ­πέ­ρο­χη θη­λυ­κό­τη­τα.
      Τὰ τρί­α λε­πτὰ πέ­ρα­σαν. Ἡ M­a­r­i­ah σώ­πα­σε πί­σω ἀ­π’ τὸ τζά­μι. Ἡ Τά­νι τρά­βη­ξε τὴ συ­ρό­με­νη καὶ χά­θη­κε στὰ φιὸρδ τῆς κουρ­τί­νας. Ἡ πό­λη ἔ­μει­νε ἔ­ξω.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04 

Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: Ιστορίες Μπονζάι

7/2/13

Σ' ένα τοπίο σαστισμένο που γέρνει στο τουρκομπαρόκ...




Η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της
ή τα δαγκώνει στο λαιμό,
πριν όμως με κατασπαράξει
εγώ στο στόμα της θα μπω.

Για να ξορκίσω ό,τι φοβάμαι
και ν’ αγαπήσω ό,τι μισώ
στο βουητό των συνθημάτων
εγώ θα σύρω τον χορό.

Βυζάκια έξω λοιπόν,
γοργόνα τέτοιων καιρών,
στο χάος που μας ενώνει.
Ρωτώ και ξαναρωτώ
αυτόν τον λογαριασμό
στο τέλος ποιος τον πληρώνει.

Σ’ ένα τοπίο σαστισμένο
που γέρνει στο τουρκομπαρόκ,
το στυλ μωρό μου είναι χαμένο,
τι κι αν εσύ δηλώνεις ροκ.

Καθένας λέει ό,τι θέλει
και βέβαια κάνει ό,τι μπορεί,
και αν πληρώσει και τα τέλη
μπορεί ακόμα και να πει:

Βυζάκια έξω λοιπόν,
γοργόνα τέτοιων καιρών,
στο χάος που μας ενώνει.
Ρωτώ και ξαναρωτώ
αυτόν τον λογαριασμό
στο τέλος ποιος τον πληρώνει.

Με χάρη πείσμα και μανία
και δίχως δίχτυ στο κενό,
άμα χαθεί η ισορροπία
να πέσω και να το χαρώ.

Να ξεχρεώσω για εδώ κάτω
που είναι το τίμημα σκληρό.
Στης τρέλας μου το πάνω κάτω
άλλα θα χάσω, άλλα θα βρω.

Βυζάκια έξω λοιπόν
γοργόνα τέτοιων καιρών,
η βάρκα δίχως τιμόνι.
Δεν είναι για διακοπές,
είναι ένα σήμα S.O.S.
στο χάος που μας ενώνει.

"Δε μ' αγαπάς, μ' αγαπάς"...




Pas mal...

"Δε μ' αγαπάς, μ' αγαπάς"
Μια σχέση αγάπης-μίσους μεταξύ μητέρας και κόρης.
Πιττακή-Τρικαλιώτη στο θέατρο Βασιλάκου.



(Αναλυτική κριτική στο επόμενο τεύχος της Νέας Ευθύνης)


4/2/13

Στου κόσμου το μεγάλο πανηγύρι...




 «Στου κόσμου το μεγάλο πανηγύρι»

Μια συνομιλία του Ορέστη Αλεξάκη με την Έλενα Σταγκουράκη


Ε.Σ.: Κύριε Αλεξάκη, στη «Λάμψη» μας αυτοσυστήνεστε: «Ορέστης», λέτε, «μα στη λέξη» να μη σταθούμε. Αντιθέτως, να δούμε «τη νύχτα του χιονιού» και «του αγριμιού το μάταιο κλάμα». Η ποίησή σας, λοιπόν, νύχτα χιονισμένη και μάταιο κλάμα;

Ο.Α.: Έτσι φαίνεται. Το εξομολογείται η ίδια. Κι απ’ όσο ξέρω, είναι ειλικρινής. Αλλά εδώ θα πρέπει ίσως να γίνει μια διευκρίνιση. Η ποίηση περιγράφει την εσωτερική μας πραγματικότητα. Που δεν συμπίπτει ωστόσο πάντοτε με την πραγματικότητα του εξωτερικού κόσμου, με την πραγματικότητα της καθημερινής μας ζωής. Γιατί αυτή, η δεύτερη, δέχεται επιρροές και παρεμβάσεις που αλλοιώνουν συχνά την πρωταρχική της εικόνα. Παρεμβάσεις από διάφορους παράγοντες, κυρίως από την ίδια την «κοινωνικότητά» της, που καταναγκάζει συχνά τον άνθρωπο σε ποικίλες «προσαρμογές» –διάβαζε συμβιβασμούς– αλλά και εκπτώσεις κάποτε. Η ποίηση, συνειδητά ή ασυνείδητα, αυτήν την εσωτερική πραγματικότητα προσπαθεί να προσεγγίσει και να διασώσει, διατρυπώντας επιχωματώσεις που έχει μοιραία δεχθεί η «κατά συνθήκην» ζωή μας.

 
(ολόκληρη η συνέντευξη στο "Κουκούτσι", τεύχος 7)


1/2/13

Κάθε που βρέχει...




Κάθε που βρέχει
νάρκες βρόχινου νερού
τα πεζοδρόμια.


Ε.Σ.
Σάββατο,  26.01.2013

Προορισμός η Ιθάκη ή το ταξίδι;



Προορισμός η Ιθάκη ή το ταξίδι;

«Οδύσσεια»
Εθνικό Θέατρο
Οκτώβριος 2012

Αναμφίβολα, το ότι ο Ρόμπερτ Γουίλσον σκηνοθετεί παράσταση στην Ελλάδα συνιστά θεατρικό γεγονός, όχι λόγω ξενολατρείας, μα επειδή πρόκειται παραδεδειγμένα για έναν απ’ τους σημαντικότερους σύγχρονους σκηνοθέτες και εικαστικούς καλλιτέχνες παγκοσμίως. Σίγουρα, ακριβώς λόγω όλων αυτών, οι προσδοκίες του κοινού δεν μπορεί παρά να είναι υψηλές. Και προφανώς το εγχείρημα παράστασης της Οδύσσειας, ειδικά μπροστά σε ελληνικό κοινό, είναι στοίχημα που μένει να κερδηθεί. Πού συναντιούνται όλ’ αυτά, πόσα επιτρέπονται και πόσα μπορούν να συγχωρεθούν; Έφτασε ο Οδυσσέας του Γουίλσον στην Ιθάκη;

Το κείμενο, γραμμένο από τον Σάιμον Άρμιτατζ, είναι διασκευή του ομηρικού έπους του 8ου αι. π.Χ., ομολογουμένως μια διασκευή που σέβεται κι ακολουθεί το πρωτότυπο, με μόνο στόχο τη δραματουργική λειτουργικότητα και τη διευκόλυνση της αναπαράστασης.
 
Όσο για τη σκηνοθετική απόδοση του έργου, το κοινό δεν θα μπορούσε να περιμένει κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι συνιστά τη σφραγίδα αυτού του σκηνοθέτη. Ο Γουίλσον διαθέτει πολύ συγκεκριμένη αισθητική άποψη και εικαστική έκφραση, με αποτέλεσμα το απαραγνώριστο ύφος των σκηνοθεσιών του. Αυτή είναι η καθόλου ασήμαντη συνεισφορά του στη σύγχρονη σκηνοθεσία, όπου με βάση το παλιό και το ήδη παραδεδομένο, προχωράει στο καινούργιο. Έτσι, στις παραστάσεις του συναντιούνται, και συνυπάρχουν αρμονικά, στοιχεία από τον βουβό κινηματογράφο, την παντομίμα, το ιαπωνικό θέατρο (η επιλογή Ιαπωνέζας σχεδιάστριας για το κοστούμια μόνο τυχαία δεν είναι), τα μουσικά κουτιά και τις κουρδιστές κούκλες. Ζητούμενο για το σκηνοθέτη είναι ο συνδυασμός μιας ψυχρής, σπαστής κίνησης με μια ζεστή φωνή και μια συναισθηματικά φορτισμένη ερμηνεία. Σε κάθε παράστασή του, δημιουργεί εικόνες που αποτελούν αυτοτελή έργα τέχνης, με μεγάλο βαθμό εικαστικότητας κι αισθητικής τέρψης (προϋπόθεση, ενδεχομένως, κάποτε αναγκαία για το Μεγάλο θέατρο, ομολογουμένως όμως όχι επαρκής). Ο Γουίλσον βασίζεται στην αισθητική της απόλυτης λιτότητας και των αυστηρών γεωμετρικών γραμμών, παρακάμπτωντας ωστόσο με μαεστρία το σκόπελο της «μοντερνιάς» και της «πρωτοτυπίας για την πρωτοτυπία»∙ έτσι, γίνεται όχι μόνο πρωτότυπος, μα και μοναδικός.

Κι εδώ έρχεται το ερώτημα πώς ταιριάζουν όλ’ αυτά και μια μάλλον ελιτίστικη (με θετικό πρόσημο στην έννοια) σκηνοθετική προσέγγιση μ’ ένα κλασικό έργο της αρχαιότητας. Η απάντηση βρίσκεται στον προσδιορισμό του ζητουμένου, του επιδιωκόμενου στόχου. Θεωρώντας ο Γουίλσον προφανώς αφελή μια ενδεχόμενη προσπάθεια μίμησης του εξαιρετικού μεγέθους και βάθους του ομηρικού έργου, θέτει ως στόχο του την αφήγηση μιας ιστορίας, την εξιστόρηση μιας περιπέτειας, πράγμα που κατορθώνει με επιτυχία. Η Οδύσσειά του είναι ένα παραμύθι, άρρηκτα μάλιστα συνδεδεμένο με την σκηνοθετική του ματιά, χωρίς την οποία ίσως κατέληγε και σε παρωδία του ομηρικού πρωτοτύπου. Αν εξαιρέσει κανείς την κάπως χαοτική έναρξη της παράστασης (στην οποία θέλησε να ενσωματώσει και την κυκλική αφήγηση), την αχρείαστη επανάληψη σε κάποιες ατάκες, την υπερβολική κάποτε αβρότητα κι ελαφράδα (γιατί να εμφανίζεται ο Οδυσσέας με μωρουδιακή πάνα;) και τις αδικαιολόγητες φωνές π.χ. σ’ ένα μέρος της στιχομυθίας Καλυψούς-Οδυσσέα, ο Γουίλσον έδωσε μια καλή παράσταση. Στο πρώτο μέρος πλατείασε κάπως, και το υπερβολικό παιχνίδι με τα φώτα και τους ήχους ενόχλησε το κοινό, ενώ το δεύτερο μέρος έρεε αρμονικότερα με μια πιο σφιχτή αφήγηση. Οι δύο τελευταίες ενστάσεις αφορούν αφενός το ρόλο της Αθηνάς που η υστερική ερμηνεία του θα ταίριαζε το πολύ σε μια Αφροδίτη, αφετέρου το ρόλο του Πανκ κοριτσιού που, ακόμη κι αν χρησιμοποιείται ως γέφυρα, συνιστά μάλλον κακόγουστη νότα.

Πρωταγωνίστρια της παράστασης η Ναυπλιώτου. Είτε ως Καλυψώ είτε ως Κίρκη είτε ως Πηνελόπη υπήρξε χαριέστατη, ενσαρκώνοντας τη Γυναίκα και ο θεατής ανυπομονούσε να τη βλέπει επί σκηνής. Πρόκειται για σημαντικό σταθμό στην καριέρα της, σε μια πορεία συνεχούς εξέλιξης. Παρόλο που κλείνουμε τ’ αφτιά σε συγκρίσεις και προφητείες, δεν μπορούμε παρά ν' αναγνωρίσουμε τη δυναμική της ν' αποτελέσει συνεχίστρια της παράδοσης μιας Κονιόρδου και μιας Παππά, εφόσον αντισταθεί κι η ίδια σε Σειρήνες. Η Κονιόρδου, ως Αντίκλεια, Ευρύκλεια κι Αρήτη, παραμένει στο ύψος της. Αν και δεν μας έχει συνηθίσει σε ρόλους εύθυμους, απολαμβάνουμε το σκέρτσο και τη γλύκα της ως Ευρύκλεια, αλλά και το ανάστημά της, ως άλλη Καρυάτιδα, στο ρόλο της Αρήτης. Πρωταγωνιστής κι ο Μυλωνάς, ηθοποιός με υψηλή υποκριτική ποιότητα, όποιον ρόλο κι αν υποδύεται, κι όχι μόνο σε ρόλους κωμικούς. Ως Εύμαιος ήταν… Αντιθέτως, από τον Οδυσσέα του Ζαλμά έλειπε η ένταση, το βιωμένο παίξιμο, αυτό το μάτι που γυαλίζει και θ’ απέδιδε έναν Οδυσσέα πολυμήχανο. Άξιοι μνείας εξίσου ο Άκης Σακελλαρίου και ο Κοσμάς Φουντούκης.

Έκπληξη και μεγάλο πλεονέκτημα της παράστασης, οι υπέροχες μουσικές συνθέσεις του Θοδωρή Οικονόμου και η εντυπωσιακή εκτέλεσή τους από τον ίδιο ζωντανά (ο Γουίλσον κατά κανόνα επιδιώκει τη συνοδεία κάθε παράστασης από ζωντανή μουσική). Συγκαταλέγεται κι ο ίδιος στους πρωταγωνιστές της παραγωγής. Αντιθέτως, παρατηρήθηκε κάποια τεχνική δυσκολία στο συντονισμό των ήχων και των φώτων με την κίνηση των ηθοποιών, πράγμα που θα έχρηζε βελτίωσης.

Απ’ την πρώτη στιγμή της παράστασης διαπιστώσαμε εκ νέου πως η πρώτη ύλη του θεάτρου, οι ηθοποιοί που έχουμε στην Ελλάδα, είναι τέτοιας ποιότητας που με σωστή καθοδήγηση και τα ανάλογα τεχνικά μέσα φτιάχνουν παραστάσεις που δεν έχουν να ζηλέψουν σε τίποτα αυτές μεγάλων σκηνών της Ευρώπης. Ας μην τους «σπαταλούμε» λοιπόν σε αμφίβολες σκηνοθεσίες. Όσο γι’ αυτήν του Γουίλσον και το τελικό αποτέλεσμα; Ένα φαντασμαγορικό παραμύθι, υψηλής αισθητικής. C’ est bien.


Έλενα Σταγκουράκη
Αθήνα, 03.11.2012