30/11/13

Δε μ' αγαπάς, μ' αγαπάς...















Αμαρτίες γονέων…

«Δε μ’ αγαπάς, μ’ αγαπάς»
Πέτρου Ζούλια/ Φωτ. Τσαλίκογλου
Σκην.: Πέτρος Ζούλιας
Θέατρο Βασιλάκου
Ιανουάριος 2013


«Οι νεκροί δεν σώζουν τους ζωντανούς.» Κι όμως, κάποτε μόνο μετά το θάνατο ενός προσώπου είναι δυνατή η απελευθέρωση απ’ τη σκιά και το δεσποτικό φάντασμά του, καθώς και η συμφιλίωση τόσο μ’ εκείνο, όσο και με τον ίδιο μας τον εαυτό.

«Η φιλοδοξία δυσχεραίνει τη ζωή, αλλά και τις ανθρώπινες σχέσεις.» Αυτή η αλήθεια, ειπωμένη απ’ τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα του έργου, συνιστά βασικό λίθο πάνω στον οποίο οικοδομείται μια σχέση αγάπης-μίσους, αποδοχής-απόρριψης, ανάμεσα σε μητέρα (Ρίτα Λυμπεράκη) και κόρη (Μαργαρίτα Καραπάνου). Η μητέρα, σ’ ένα κυνήγι αυτοπραγμάτωσης, αφήνει την κόρη της να μεγαλώνει στην Ελλάδα με τη γιαγιά της, και δίχως επικοινωνία με τον πατέρα της, ενώ η ίδια κάνει -ως συγγραφέας- ζωή διανοουμένης στο Παρίσι. Αναπτύσσεται έτσι ένα είδος μητρότητας και μια σχέση μητέρας-κόρης δι’ αλληλογραφίας. Στις επανειλημμένες εκκλήσεις της κόρης για παρουσία κι υποστήριξη, η μητέρα απαντά φυγόπονα, με χίμαιρες και ιδέες μεγαλείου. Οι συνέπειες για την κόρη βαρειές, καθώς πλάθεται σ’ ένα συναισθηματικά λειψό άτομο, με έλλειψη αυτοεκτίμησης και καταδυνάστευση απ’ την εικόνα της «επιτυχημένης» μητέρας. Οποιοδήποτε νέο της εγχείρημα προσκρούει κι υπονομεύεται απ’ την εκλογίκευση, το συνετισμό και τη συνεχή παρότρυνση σε κυνήγι επιδόσεων από μια μητέρα που έχει τον εαυτό και τα «θέλω» της μονίμως στο επίκεντρο του μικρόκοσμού της, από μια «μαμά που δεν θα ’πρεπε να ’χει γίνει ποτέ της μαμά». Μέσα απ’ την κατάθλιψη και την επακόλουθη ψυχική νόσο, η κόρη ενηλικιώνεται κι αρχίζει να σχετικοποιεί το δεσμό με τη μητέρα της, δεσμός που παραμένει προβληματικός έως και εφτά χρόνια μετά το θάνατο της δεύτερης, οπότε και επέρχεται η συμφιλίωση. 


Η παράσταση συνιστά θεατρική διασκευή βιβλίου της Φωτεινής Τσαλίκογλου, βασισμένου στην αλληλογραφία των δύο γυναικών συγγραφέων. Πρόκειται για επιτυχημένη αναπροσαρμογή, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός λειτουργούντος θεατρικού δράματος. Οι ρόλοι αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια της παράστασης και παράλληλα συμβαδίζουν με κρίσιμες στιγμές και γεγονότα της πρόσφατης ιστορίας, ελληνικής κι ευρωπαϊκής. Ωστόσο, κάποια συμπεράσματα προσφέρονται στο κοινό ως έτοιμη, μασημένη τροφή, ενώ θα ’πρεπε ν’ αφεθούν στην κρίση κι αντίληψή του, όπως π.χ. η «αναγκαιότητα» της ασθένειας ή η απουσία μητρικής ευαισθησίας. Εύστοχη η απουσία διαλόγου και η αντικατάστασή του από την ανταλλαγή μονολόγων (γραμμάτων). Ταιριαστή η σκηνοθεσία του Ζούλια που φέρνει σε πρώτο πλάνο τους χαρακτήρες και κατ’ επέκταση την ερμηνεία των ηθοποιών. Ανάλογη και η σκηνογραφία της Αρσένη, με το πλήθος από βαλίτσες να συμβολίζει το πλήθος των αναχωρήσεων της μητέρας και το πολύ της απουσίας της. Τα κοστούμια, της ίδιας, αποδίδουν στο έπακρο τόσο τους χαρακτήρες των ρόλων, όσο και τις ψυχικές και συγκυριακές μεταπτώσεις τους. Τα ρούχα της κόρης, αμετάβλητα κατά τη διάρκεια της παράστασης, δίνουν την εικόνα ενός αιώνιου παιδιού που η μητέρα μόνο ως τέτοιο το αντιμετωπίζει, παραπέμποντας και στις ουσιαστικές δυσκολίες ενηλικίωσης-ανεξαρτητοποίησης. Αντιθέτως, το σοφιστικέ στυλ της μητέρας, μυρίζει Παρίσι και την αυταρέσκεια ντίβας. Έτσι, τα ρούχα γίνονται επιτυχώς μέσο μετάδοσης νοημάτων.

Η Ρένη Πιττακή (ως Ρίτα) φροντίζει για μια ερμηνεία πολλών καρατίων. Χαριτωμένη, φυσική, αλλά και με θαυμαστή φινέτσα, αποδίδει μιαν έφηβη, στην πραγματικότητα, συγγραφέα, που μέσα στην αντιφατικότητά της ο θεατής δεν γνωρίζει αν πρέπει να την αγαπήσει ή να τη μισήσει. Η Πέγκυ Τρικαλιώτη (ως Μαργαρίτα), κάπως άκομψη στην αρχή της παράστασης, βρίσκει το ρυθμό της στην πορεία και δίνει καλές ερμηνείες στα κωμικά και τα δραματικά σημεία. Το κωμικό δυναμικό της, αλλά και η υπέροχη φωνή της έχουν αποσιωποιηθεί στην καριέρα της. Τις στιγμές που βρίσκει τον εαυτό της κι εκδύεται προσποιήσεις που μας φέρνουν στο νου το ύφος Κιμούλη, γίνεται ουσιαστική. Η Μπάλλα, εύθυμη κι εξισορροπητική νότα.

Σύμφωνα με την Ρίτα, το πρόβλημα των ανθρώπων απανταχού της γης είναι πρόβλημα ενηλικίωσης, για το οποίο ευθύνονται οι γονείς, όποιοι και όπως κι αν είναι οι ίδιοι. Ευτυχώς αυτό δεν ισχύει για την παράσταση, όπου οι «γονείς» φρόντισαν για ένα ισορροπημένο τέκνο.


Έλενα Σταγκουράκη
Αθήνα, 19.01.2013


Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Νέα ευθύνη", τεύχος 16 (Μάρτιος 2013)

27/11/13

Βιλαρίνιο - Ονέττι: ένα πάθος αδάμαστο...

 

 

Ιδέα Βιλαρίνιο-Χουάν Κάρλος Ονέττι: ένα πάθος αδάμαστο 

της Μπλάνκα Ελένα Πάντιν



Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη

Τα Ερωτικά ποιήματα της Ουρουγουανής ποιήτριας φέρουν όνομα κι επώνυμο: Χουάν Κάρλος Ονέττι. Η ιστορία αυτού του βιβλίου, η ιστορία που το διαμόρφωσε, εκτυλίχθηκε στο Μοντεβίδεο των αρχών της δεκαετίας του πενήντα.

Υπάρχουν συγγραφείς, οι οποίοι μέλλεται να εξασφαλίσουν την αναγνωρισιμότητά τους με ένα και μόνον βιβλίο. Αυτή μοιάζει να είναι η περίπτωση της Ουρουγουανής ποιήτριας, Ιδέας Βιλαρίνιο, δημιουργού παθιασμένων ερωτικών ποιημάτων που φέρουν όνομα κι επώνυμο, όχι άλλο από εκείνο του Χουάν Κάρλος Ονέττι. (Αν και συνιστούν κλασικό δείγμα του συγκεκριμένου είδους ποίησης, παραδόξως κανένα από τα ποιήματα του βιβλίου δεν περιελήφθη στην Ανθολογία Λατινοαμερικάνικης Ερωτικής Ποίησης των εκδόσεων «Μπιμπλιοτέκα Αγιακούτσο».)

Η ιστορία αυτών των σελίδων πηγαίνει πίσω στη δεκαετία του πενήντα, όταν ακόμη οι δυο τους δεν γνωρίζονταν. Την εποχή εκείνη, η πνευματική ζωή σε Μοντεβίδεο και Μπουένος Άιρες επέτρεπε τέτοιου είδους συμβιώσεις, όπου καθένας μπορούσε ν’ ανταμώσει όποιον ήθελε: έναν Ρομπέρτο Αρλτ, έναν Χόρχε Λουίς Μπόρχες, έναν Μπιόι Κασάρες, τις αδερφές Οκάμπο (Βικτόρια και Σιλβίνα), έναν Χοσέ Μπιάνκο. Από τότε (1950) χρονολογείται και το Νούμερο (Número), το περιοδικό απ’ όπου ξεκίνησαν όλα. Ιδρυμένο από τον Εμίρ Ροντρίγκες Μονεγκάλ, τον Μάριο Μπενεντέτι, τον Μανουέλ Κλαπς και την Ιδέα Βιλαρίνιο, το εν λόγω περιοδικό ήταν μία από τις λίγες εκδόσεις που χαιρέτισαν ενθουσιωδώς την εμφάνιση του βιβλίου του Ονέττι Η σύντομη ζωή (La vida breve), γεγονός που η κριτική του Μπουένος Άιρες είχε ουσιαστικά αγνοήσει.

Γνωρίζοντας αλλήλους μέσω των γραπτών τους, η προσωπική συνάντησή τους ήταν θέμα χρόνου και δεν άργησε να ’ρθει. Ούτως ή άλλως, αμφότεροι αποτελούσαν το επίκεντρο των αντίστοιχων κύκλων διανοουμένων, οι οποίοι τους είχαν ανυψώσει στη σφαίρα του μύθου. Εκείνη, ενάρετη. Εκείνος, αφορεσμένος. Το τέλειο ζευγάρι. Η συνάντηση θα πρέπει να έλαβε χώρα σε κάποιο καφέ στο κέντρο του Μοντεβίδεο. Σε εκείνα τα γεγονότα αναφέρεται η Βιλαρίνιο στη βιογραφία του Ονέττι, Κατασκευή της νύχτας, την οποία εξέδωσαν οι δημοσιογράφοι Μαρία Εστέρ Χίλιο και Κάρλος Μ. Ντομίγκες στις εκδόσεις «Πλανέτα» το 1993: «Προσπαθούσε να με εντυπωσιάσει βαθειά παρουσιάζοντας την καλύτερη δυνατή πλευρά του εαυτού του, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, που μ’ έπεισε εν τέλει ότι πρόκειται για το όγδοο θαύμα του κόσμου. Τον ερωτεύτηκα την ίδια νύχτα εκείνη. Ερωτεύτηκα, ερωτεύτηκα, ερωτεύτηκα.» Το γάιδαρο, το σκύλο, το τέρας.

Ωστόσο, η καθοριστική συνάντηση θα καθυστερούσε μερικούς μήνες ακόμη. Εν τω μεταξύ διατηρούσαν αλληλογραφία, στην οποία αστειωδώς απευθύνονταν ο ένας στον άλλον στον πληθυντικό, παίρνοντας όμως ταυτόχρονα κάποιες ελευθερίες: «Πέρασε το καλοκαίρι και δεν ήρθες» θα διαμαρτυρηθεί η Βιλαρίνιο. Και από εκεί, στο αναπόφευκτο: εραστές, με σφοδρές ρήξεις και επανασυνδέσεις. «Ήταν ο τελευταίος άντρας που έπρεπε να ερωτευτώ, αφού ήμασταν εντελώς αντίθετοι κι ήταν αδύνατο να συνεννοηθούμε. Δεν κατάλαβε ποτέ την αλφαβήτα της ζωής μου, ποτέ δεν με κατανόησε ως άνθρωπο και ως προσωπικότητα. Κι έτσι είχαμε τις μεγάλες μας ρήξεις. Τη στιγμή που εγώ μιλούσα για κάτι πολύ λεπτό κι ευαίσθητο, θα ’λεγε εκείνος μια χοντράδα. Έλεγε πράγματα που μ’ έκαναν να τον διώχνω, πράγματα που μου ήταν αδύνατον να υπομείνω. Ακόμη αναρωτιέμαι γιατί τον ανέχτηκα τόσο, γιατί επέστρεψα τόσες φορές. Τσακωνόμασταν και ήμασταν μετά και πάλι μαζί, τον έδιωχνα κι ύστερα πάλι επέστρεφα. Μια νύχτα μού τηλεφώνησε όντας σε απόγνωση και μου ζήτησε να πάω να τον δω. Εγώ ήμουν με κάποιον που μ’ αγαπούσε και τον οποίο άφησα, προκειμένου να πάω και να περάσω τη νύχτα μαζί του. Και θυμάμαι πως το μόνο που κάναμε ήταν να γυρίσουμε ο ένας την πλάτη στον άλλον, και να διαβάσουμε: ένα βιβλίο εκείνος, άλλο εγώ. Το επόμενο πρωί τον άρπαξα, και κρατώντας του σφιχτά το πρόσωπο, του φώναξα κατάμουτρα: ‘είσαι γάιδαρος, Ονέττι, είσαι σκύλος, ένα τέρας’. Κι έφυγα.»

Γάιδαρος, κτήνος ή σκύλος, μια φορά στον Ονέττι είναι αφιερωμένα όλα μαζί και καθένα χωριστά από τα ερωτικά ποιήματα της Βιλαρίνιο.

«Μακριά βρίσκεσαι στο νότο
εκεί που οι δείκτες δεν δείχνουν τέσσερις.
Γερμένος στην πολυθρόνα σου
στηριγμένος στο τραπεζάκι
του δωματίου σου
ξαπλωμένος σ’ ένα κρεβάτι
δικό σου ή κάποιας
που ευχαρίστως θα εξάλειφα
−εσένα σκέφτομαι κι όχι εκείνες που πλάι σου ψάχνουν
αυτό το ίδιο που εγώ αγαπώ.
Εσένα σκέφτομαι ήδη πέρασε μια ώρα
μα ίσως και μισή
δεν ξέρω.
Σαν πέσει το φως
θα ξέρω ότι πήγε πια εννιά
τα  σκεπάσματα θα τραβήξω
θα ντυθώ το μαύρο μου φόρεμα
και το χτένι στα μαλλιά μου θα περάσω.
Ώρα για δείπνο
μα βέβαια, τι άλλο;»
(Απόσπασμα από το ποίημα «Επιστολή ΙΙ»)

Μια σχέση που, το δίχως άλλο, έφερε βαθειά τη σφραγίδα του πόθου, ένα οικοδόμημα που –είτε κατόρθωναν να το ορθώσουν είτε όχι– προσέκρουε πάντοτε στη συνεύρεσή τους. Τις ημέρες και τις νύχτες της απομόνωσής τους από τον έξω κόσμο διαδέχονταν μήνες ολόκληροι δίχως να έχουν ο ένας νέα του άλλου. Διαολόστελναν ο ένας τον άλλο ξανά και ξανά. Μια μέρα –χρόνια αργότερα, (1961)– τα πράγματα έφτασαν σε σημείο οριακό. Σ’ αυτήν την περίπτωση η απειλή ήταν πολύ συγκεκριμένη: «Αν φύγεις –προειδοποίησε ο συγγραφέας– δεν θα με βρεις όταν γυρίσεις.» Η ποιήτρια εξέλαβε τις λέξεις αυτές σαν την απειλή ενός τρελού που δεν κατανοούσε τη βαρύτητα της είδησης που είχε μόλις λάβει: τη δολοφονία του καθηγητή Αρμπέλιο Ραμίρες (είχαν παρέλθει μόλις δύο μέρες από την επίσκεψη του Τσε Γκεβάρα στο Μοντεβίδεο) και την σύγκληση του συμβουλίου των καθηγητών (η Ιδέα ήταν καθηγήτρια στο λύκειο Βάσκες Ασεβέδο) σε συνέλευση, κάτι που δεν σήκωνε αναβολή. «Αν πας, δεν θα με βρεις» επανέλαβε ο Ονέττι. Δίχως να λάβει σοβαρά υπ’ όψιν της το τελεσίγραφο, η Ιδέα έφυγε για τη συνέλευση. «Μα μόλις βρήκα την ευκαιρία, κατάφερα να ξεγλιστρήσω κι επέστρεψα σπίτι. Βλέποντας το φως αναμμένο, σκέφτηκα πως εκείνος βρισκόταν μέσα, μα σαν άνοιξα την πόρτα ένιωσα μια γροθιά στο στήθος. Είχε αφήσει ένα σημείωμα γεμάτο προσβολές και προστυχιές. Και τα ποιήματά μου, κάποια ερωτικά ποιήματα που του είχα δώσει, βρίσκονταν τσαλακωμένα και πεταμένα στα πόδια του κρεβατιού.»

Μια ακόμη (τελευταία) συνάντηση θα πραγματοποιούνταν το 1974 με αφορμή το κλείσιμο της εφημερίδας Πορεία (Marcha) από τη λογοκρισία που είχε επιβάλει το στρατιωτικό καθεστώς. Πρόφαση για τη λογοκρισία της εφημερίδας, με την οποία είχε συνδεθεί στενά ο Ονέττι, υπήρξε η δημοσίευση του βραβευθέντος διηγήματος ενός διαγωνισμού, στον οποίο ο ίδιος υπήρξε κριτής, και στον οποίο οι στρατιωτικοί θέλησαν να δουν ένα συνωμοτικό εγχείρημα εναντίον της δικτατορίας. Ο Ονέττι καταδικάστηκε με ποινή φυλάκισης τριών μηνών και έτυχε μεταχείρισης λίγο χειρότερης από εκείνης ενός ψυχασθενούς. Κατά την έξοδό του από εκείνη την κόλαση, δέχτηκε την επίσκεψη της πρώην ερωμένης του, η οποία αναπαρήγε τη συνάντηση αυτή σ’ ένα κείμενό της που παραχώρησε για το βιβλίο των Χίλιο και Ντομίνγκες:

«Απομείναμε μονάχοι, σιωπηλοί. Σιωπηλοί. Μα εγώ δεν είμαι πια σαν και τότε: κάτι έμαθα, κάτι με δίδαξε η ανάμνηση. Πάντα αισθανόμουν πως δεν διέθετα την απαραίτητη ωριμότητα για να τον αντιμετωπίσω τότε. Ή μήπως πρόκειται για τη διαφορά ανάμεσα στο να είμαι και να μην είμαι πια ερωτευμένη. ‘Θα πεθάνουμε δίχως να μάθουμε ποτέ να μιλάμε οι δυο μας;’ τον ρώτησα. ‘Πάντοτε μας στοίχιζε’ απάντησε. ‘Θυμάσαι εκείνη τη φορά που ήρθες, ύστερα από τόσο καιρό και μείναμε είκοσι, τριάντα λεπτά δίχως να πούμε τίποτα, καθισμένοι, εγώ στο κρεβάτι κι εσύ στην πολυθρόνα; Πάντοτε με κατοικούσες, σε όλα.’ ‘Ναι’, είπε. ‘Κι εσύ εμένα’ του απάντησα. ‘Κάποτε μου είπες πως δεν μπορούσες ούτε να φας, ούτε να κάνεις έρωτα, ούτε… μαζί μου’. ‘Ναι’, είπε. Με κοίταζε μονάχα για λίγες στιγμές και για στιγμές κατέβαζε το κεφάλι, δαγκώνοντας το πάνω χείλος του με μιαν έκφραση ανημπόριας, ίσως και απόγνωσης. Έτσι λοιπόν δεν ξέρω η αγάπη τι είναι. Εσύ έπασχες από αμνησία, ήταν προφανές. ‘Την πρώτη φορά που μπήκα στην αίθουσα του Μουσείου, ξετρελάθηκα μαζί σου. Ποτέ δεν κατάλαβα τι μου συνέβη’ είπε. ‘Ποτέ δεν μου το ανέφερες’ απάντησα. ‘Ποτέ δεν κατάλαβα εκείνην την επιθυμία κατάκτησης, εκείνην τη φούρια κυριότητας.’ (Εγώ πάλι δεν θυμόμουν κάτι ανάλογο.) ‘Δεν σ’ άφηνα να πας στην τάξη’ (αληθεύει), ‘δεν το άντεχα. Και δεν επρόκειτο απλώς και μόνον για πόθο. Αν ήταν έτσι, δεν θα ένιωθα αυτήν τη φοβερή τρυφερότητα που νιώθω για σένα’».

Ο Ονέττι συνομιλεί με την Χίλιο στο διαμέρισμα του συγγραφέα στη Μαδρίτη. Εκείνη σκοντάφτει στα «Ερωτικά ποιήματα». «Εμπρός, διάβασέ το» την παρακινεί ο Ονέττι.

Δεν θα γίνει πια
όχι πια
δεν θα ζήσουμε μαζί
δεν θα μεγαλώσω το παιδί σου
δεν θα ράβω τα ρούχα σου
δεν θα ξαγρυπνώ στο προσκεφάλι σου τις νύχτες
δεν θα σε φιλάω φεύγοντας
ποτέ δεν θα μάθεις ποια υπήρξα
γιατί άλλοι με αγάπησαν.
Δεν θα κατορθώσω να μάθω
ποτέ γιατί ούτε πώς
ούτε αν ήταν στ’ αλήθεια
αυτό που είπες πως ήταν
ούτε ποιος υπήρξες
ούτε τι ήμουνα για σένα
ούτε πώς θα ήταν
μαζί να ζούμε
να αγαπιόμαστε
να μας περιμένουμε
να είμαστε παρόντες.
Δεν είμαι πια
παρά εγώ για πάντα
κι εσύ
δεν θα ‘σαι πια για μένα
παρά εσύ.
Δεν υπάρχεις πια
κάποια μέρα μελλοντική
δεν θα ξέρω πού θα ζεις
με ποιαν
ούτε αν θα θυμάσαι.
Ποτέ δεν θα μ’ αγκαλιάσεις
όπως εκείνη τη νύχτα
ποτέ.
Δεν πρόκειται ξανά να σ’ αγγίξω.
Δεν θα σε δω να πεθαίνεις.
(Ποίημα με τίτλο «Όχι πια»)

«Γιατί λέει η Ιδέα πως ποτέ σου δεν θα μάθεις ποια είναι;» ρωτά η Χίλιο, η δημοσιογράφος που απέσπασε ίσως τις περισσότερες συνεντεύξεις από τον Ονέττι.
«Δεν γνωρίζω. Ποτέ δεν αισθάνθηκα πως ήταν ερωτευμένη μαζί μου.»
«Δεν καταλαβαίνω. Πώς δεν ήταν ερωτευμένη. Και τα ποιήματα που έγραψε για σένα;»
«Δεν είπα πως δεν υπήρξε ερωτευμένη, είπα πως ποτέ δεν ένιωσα εγώ να είναι ερωτευμένη. Πιστεύω πως ο τρόπος της είναι πολύ εγκεφαλικός, διανοητικός.»
«Τίποτα άλλο;»
«Και κρεβάτι.»


Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Φρέαρ (http://frear.gr/?p=2858)

24/11/13

Νουθεσίαι...



















Νουθεσίαι πρωτευουσιάνου εις αφελή επαρχιώτισσαν
                                                 
«Η Αθήνα, απέραντο κρεβάτι,
κόρη μου, και –σκέψου!–  δεν θα θάλλεις
αν στο γάμο σου, με αναβάτη,
κέρατο πρώτη εσύ δεν βάλεις.

Τι θαρρείς πως είναι η αγάπη;
Σύμβαση, αγοραπωλησία!
Σου το λέω, που από ακολασία
έχω παιδευτεί κι εχώ χορτάσει!

Άλλες πια μην έχεις αυταπάτες,
ζώο ο άνθρωπος, μην ξεγελιέσαι.
Μύρια όσα κάνει! Δεν βαριέσαι…
Φτάνει μην το μάθεις! Θέλει πλάτες!

Οι ρομαντικοί, στα παραμύθια!
Ζήσε!, και μην ψάχνεις την αλήθεια...»


Έλενα Σταγκουράκη
Αθήνα, 22.10.2013

21/11/13

"Αρκετά λατρέψαμε τον κίνδυνο κι είναι καιρός να μας το ανταποδόσει"...




















Οδυσσέας Ελύτης


"Άνθρωπε, άθελά σου
Κακέ - παρ' ολίγο η τύχη σου άλλη.
Σ' ένα έστω λουλούδι αντίκρυ αν ήξερες
Να πολιτεύεσαι
Σωστά, θα τα 'χες όλα. Επειδή απ' τα λίγα, μερικές φορές
Κι από το ένα -έτσι ο έρωτας-
Γνωρίζουμε τα υπόλοιπα. Μόνο το πλήθος να:
Στο χείλος των πραγμάτων στέκει
Όλα τα θέλει και τα παίρνει και δεν του μένει τίποτα."

                    ***

"Λέω: ναι, πρέπει να έχουν φτάσει
Ο πόλεμος στο τέρμα του και ο Τύραννος στην πτώση του
Και ο φόβος του έρωτα μπρος στη γυμνή γυναίκα.
Έχουνε φτάσει, έχουνε φτάσει και μόνο εμείς δε βλέπουμε
Παρά ψαύοντας ολοένα πέφτουμε στα φαντάσματα πάνω.

Άγγελε συ που κάπου εδώ γύρω πετάς
Πολυπαθής και αόρατος πιάσε μου το χέρι.
Χρυσωμένες έχουν τις παγίδες οι άνθρωποι
Κι είναι ανάγκη να μείνω απ' τους απ' έξω."


                   ***

"Αρκετά λατρέψαμε τον κίνδυνο κι είναι καιρός να μας το ανταποδόσει."

                   ***


"Όμως εκεί που δύο φίλοι 
Μιλούν ή και σωπαίνουν -προπαντός τότε-
Τρίτο τίποτα δε χωρεί.

Κι όπως οι φίλοι, φαίνεται,
Και οι θάλασσες από μακριά επικοινωνούνε.
Φτάνει λίγος αέρας, μια σταλιά τριμμένης 
Μες στα δάχτυλα σκούρας λυγαριάς"

                    ***

"Λέω: κι αυτό θα 'ρθει. Και τ' άλλο θα περάσει.
Πολύ δε θέλει ο κόσμος. Ένα κάτι 
Ελάχιστο: σαν τη στραβοτιμονιά πριν από το δυστύχημα."



Αποσπάσματα από το βιβλίο "Villa Natacha", 1973.

18/11/13

Η γειτονιά των αγγέλων...



"Αισθηματικό δράμα με κοινωνική προέκταση", "λαϊκή όπερα", "λυρικό δράμα", "ιδιόρρυθμη όπερα συνδυασμένη με χορόδραμα", "χορομελόδραμα": Μιούζικαλ! "Η γειτονιά των αγγέλων" του 2013 στο Εθνικό είναι ένα μιούζικαλ, όπου η μουσική σαφώς υπερτερεί. Και αν η πρώτη παράσταση του έργου του Καμπανέλλη το 1963 είχε 10 τραγούδια, αντί για 19 που έχει σήμερα, σίγουρα δεν έφταιγε η ελλιπής έμπνευση του Θεοδωράκη, ούτε το ότι φοβόταν τη λογοκρισία (τόση εξορία και βασανιστήρια υπέστη)... Πολύ απλά, είναι θέμα ισορροπίας και στόχου. Κατά τα άλλα, προσεγμένη παράσταση. Πηγαίες υποκριτικά στιγμές από τον εξαιρετικό Ταξιάρχη Χάνο (στο ρόλο του τρελού), ο οποίος με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ακολουθεί τη "σχολή" Αρμένη. Όσο για την πρωταγωνίστρια Ασλάνογλου, καταβάλλονται φιλότιμες προσπάθειες να παρουσιαστεί ως η σημερινή Καρέζη, είτε με το ρόλο της στο συγκεκριμένο έργο είτε σε άλλα, π.χ. "Το μεγάλο μας τσίρκο". Ευτυχώς που η ίδια είναι προσγειωμένη και δηλώνει πως "δεν μπορείς να συγκριθείς μαζί της". Μένει, μόνο, κάποια στιγμή, να μας δείξει "τη δική της ματιά".

Έλενα Σταγκουράκη

Λεπτομέρειες, σύντομα, στο "Φρέαρ".

15/11/13

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος...





Τάσος Λειβαδίτης

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν΄αγωνίζεσαι για την ειρήνη και
για το δίκαιο.
Θα βγείς στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα
ματώσουν απ΄τις φωνές
το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες – μα ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων
Κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζει την αδικία.
Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.
Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια
αφήνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις
πολιτείες
μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα
αύριο οι άνθρωποι θα χάνουνται στη νύχτα του πολέμου
έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω από τις οβίδες.
Δεν έχεις καιρό
δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί ν΄αφήσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη
ή το παιδί σου.
Δε θα διστάσεις.
Θ΄απαρνηθείς τη λάμπα σου και το ψωμί σου
Θ΄απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι
για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.
Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις κι ούτε θα φοβηθείς.
Το ξέρω, είναι όμορφο ν΄ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδυ,
να κοιτάς έν΄ άστρο, να ονειρεύεσαι
είναι όμορφο σκυμένος πάνω απ΄το κόκκινο στόμα της αγάπης σου
Να την ακούς να σου λέει τα όνειρα της για το μέλλον.
Μα εσύ πρέπει να τ΄αποχαιρετήσεις όλ΄αυτά και να ξεκινήσεις
γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου,
για όλα τ΄άστρα, για όλες τις λάμπες και
για όλα τα όνειρα
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή
και περισσότερα χρόνια
μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη,
τη μάνα σου και τον κόσμο.
Εσύ και μες απ΄ το τετραγωνικό μέτρο του κελλιού σου
θα συνεχίσεις τον δρόμο σου πάνω στη γη .
Κι΄ όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα
θα χτυπάς τον τοίχο του κελλιού σου με το δάχτυλο
απ΄τ΄άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.
Εσύ, κι ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου και ν΄ ασπρίζουν
τα μαλλιά σου
δε θα γερνάς.
Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος
Αφού όλο και νέοι αγώνες θ΄ αρχίζουνε στον κόσμο
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό
γράμμα στη μάνα σου
Θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία, τ΄αρχικά του ονόματος σου και μια λέξη:
Ειρήνη
σα ναγραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.
Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό
να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια
σα να στεκόσουνα μπροστά σ΄ολάκαιρο το μέλλον.
Να μπορείς, απάνω απ΄την ομοβροντία που σε σκοτώνει
εσύ ν΄ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που
τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

14/11/13

Οι Στιγμές του Στυλιανού Αλεξίου...



Οι Στιγμές του Στυλιανού Αλεξίου


Τι να είναι αυτό που παρακινεί έναν σοφό των γραμμάτων να εκδώσει για πρώτη φορά εν έτει 2012 ποίηση γραμμένη την εξηντακονταετία 1939-1999, καταθέτοντας έτσι το δικό του ποιητικό καταστάλαγμα, τιτλοφορούμενο ως «Στίχοι επιστροφής»; Μήπως η ανάγκη απότισης φόρου τιμής και σε αυτό το είδος του λόγου ή μήπως ο σεβασμός και η ευσυνειδησία που χαρακτηρίζει τον ακούραστο θεράποντα της ελληνικής γλώσσας, απέναντι σ’ αυτήν την ίδια, αλλά και στις προσωπικές του εργασίες επ’ αυτής; Ο λόγος, για τον Στυλιανό Αλεξίου που με το δικό του πρώτα παράδειγμα καταδεικνύει πως στην ποίηση βιασύνη δεν χωρά, ούτε (θα ’πρεπε να) επιτρέπεται.

Ο τίτλος της πρώτης αυτής ποιητικής συλλογής του Αλεξίου δεν αναφέρεται μονάχα στην επιστροφή σ’ εκείνα τα χρόνια, από το 1939 ως το 1999, όπως ίσως κάποιος να υπέθετε. Μάλιστα, φροντίζει ο ίδιος στη σύντομη εισαγωγή της να ορίσει τον προορισμό του ανάπλωρου αυτού ταξιδιού. Πρόκειται για την κατάθεση της προσωπικής του άποψης (που ωστόσο εκφράζει μια γενικότερη), μέσα από κρίση και κριτική, έμμεση και άμεση, στα κρατούντα ρεύματα και τις τάσεις της ελληνικής ποίησης των τελευταίων δεκαετιών. Ο Αλεξίου μιλά για μια διττή επιστροφή: την «επιστροφή στο συγκεκριμένο, στο βίωμα», κι αυτήν «στην οργανωμένη μορφή του λόγου». Κι εδώ πάλι, έρχεται με διατυπώσεις ξεκάθαρες κι ασυμβίβαστες, αφενός να προσδιορίσει το νοούμενο ως «οργανωμένη μορφή του λόγου», αφετέρου ν’ αποφανθεί πως «φαίνεται αμφίβολο αν ο λεγόμενος ‘ελεύθερος στίχος’ θα εξακολουθήσει να προσφέρει κάτι στο μέλλον». Αντιθέτως, τον κατηγορεί πως «οδήγησε στην πλήρη αδυναμία παραγωγής ρυθμικού κι ευφωνικού λόγου» και συνεχίζει πως με την κατάργηση «συγχρόνως της ποιητικής έκφρασης και του ποιητικού περιεχομένου, εξαφανίστηκαν τα βασικά στοιχεία που διαφοροποιούν τους ποιητές». Δε διστάζει ακόμη να δηλώσει πως «νεοϋπερρεαλισμός, μοντέρνα ποίηση, ελεύθερος στίχος έχουν καταλήξει σήμερα να είναι ‘μανιέρα’» και πως «με τη σειρά τους, έχουν ξεπεραστεί». Με βλέμμα οξύ κι ανάλογη γλώσσα διακυρήττει ό,τι όλοι όσοι ασχολούνται με τα παιχνίδια της Κλειώς παρατηρούν και διαπιστώνουν: «Η ποίηση δεν έχει πια κοινωνική λειτουργία, δεν απευθύνεται σε κανέναν. Είναι προσωπική υπόθεση και ασχολία του κλεισμένου στο γραφείο ατόμου.» Αυτό μας προτρέπει να σκεφτούμε πως δεν αποκλείεται αυτός να είναι εν τέλει ο λόγος της τωρινής παρουσίασης της συλλογής και των ποιητικών πεπραγμένων του Αλεξίου: μια ηχηρή διαφωνία, αντίθεση κι αντίσταση απέναντι σε μια κακώς παγιωμένη πρακτική στην ποίηση.

Αληθεύει πως, τόσο λόγω του περιεχομένου, όσο και του τόνου με τον οποίο αυτό εκφέρεται, η εισαγωγή του Αλεξίου θα μπορούσε κάλιστα ν’ αποτελεί μανιφέστο και γνώμονα της ανθολογίας "Νέοι ήχοι στο παμπάλαιο νερό", με την ελπίδα πως το εκτόπισμα του μεγάλου αυτού θεωρητικού και πρακτικού της γλώσσας θα μπορούσε, αν όχι να πείσει, τουλάχιστον να συγκινήσει και τους πιο πεισμωμένους αμφισβητίες της επιστροφής στο «παμπάλαιο νερό». Δεν είναι αυτός, ωστόσο, ο λόγος της ενασχόλησής μας με τους «Στίχους επιστροφής». Πέραν του ότι είναι γραμμένοι από το συγκεκριμένο χέρι, κι αυτό τους καθιστά εκδοτικό γεγονός της χρονιάς από μόνο του, είναι είτε οι προσδοκίες για την ανεύρεση πολύτιμων πετραδιών, είτε η πιστή (παρ)ακολούθηση του Αλεξίου στον δημιουργικό του δρόμο, είτε έστω ένα αίσθημα καλοπροαίρετης περιέργειας και φιλομάθειας, είτε ακόμη κι όλ’ αυτά μαζί, που οδηγούν το σημερινό αναγνώστη γενικά και τον αναγνώστη της ποίησης ειδικότερα να πάρει στα χέρια του και να κοινωνήσει της εν λόγω συλλογής.

Ο Αλεξίου (γι’ ακόμη μια φορά) παραμένει συνεπής ως προς αμφότερα ζητούμενα της Επιστροφής του: τόσο ως προς τον κανόνα της «οργανωμένης μορφής του λόγου», όσο και ως προς αυτόν των βιωμάτων. Το πρώτο γίνεται πράξη στην ποίησή του, ωστόσο δεν ακολουθείται δουλικά. Έτσι, η ποίηση αυτή δεν μπορεί ν’ αποτελέσει απόδειξη αισθητικών προκαταλήψεων, ούτε όπλο στα χέρια όσων θεωρούν την έμμετρη λυρική ποίηση είδος άκαμπτο, πομπώδες και νεκρό. Ο Αλεξίου γράφει ελεύθερα κι όμως έμμετρα, συχνά δε ομοιοκατάληκτα, εισηγούμενος τον τρόπο που η «αυστηρή» ποίηση μπορεί να είναι και ζωντανή και σύγχρονη. Μια φωνή, και μάλιστα δυνατή, αρθρώνει απόψεις που έπρεπε ν’ ακουστούν, και το πράττει με συνέπεια, δίνοντας η ίδια το παράδειγμα.

Όσο για τα βιώματα, η συλλογή ολόκληρη αποτυπώνει ένα ταξίδι μέσα στο χρόνο και το χώρο. Θέση τίτλου στο πρώτο ποίημά της κατέχει η χρονολογία «1940», ενώ στο τελευταίο, η γεφύρωση «1939-1999». Ως προς το χώρο, ο αναγνώστης ακολουθεί κατά πόδας τον ποιητή σε Ελλάδα κι εξωτερικό, από το Κράσι ως το Κάστρο της Κρήτης, από τους Θολωτούς τάφους Λέντα ως την Τραπεζόντα της Σητείας, από τη Βασιλίσσης Σοφίας ως τη Βουλιαγμένη, από το Λουξεμβούργο ως το Παρίσι κι απ’ το Μιλάνο ως την Τίβολη και τη Σικελία. Ένα ταξίδι, ίδιο το ταξίδι της έως τώρα ζωής του ποιητή, που πέρα από ημερομηνίες και τοπωνύμια είναι γεμάτο πρόσωπα, ονόματα, και... στιγμές.

Ο Αλεξίου γνωρίζει κι αναγνωρίζει τη σημασία της στιγμής και την αποτυπώνει στη συλλογή του. Η αρχή γίνεται με τον ύμνο της Στιγμής, της μιας και της κάθε στιγμής, ως έκφρασης και περιέκτη του σύμπαντος. Μέσα στη Στιγμή, στο απειροελάχιστο παρόν, ενυπάρχουν παρελθόν και μέλλον. Γι’ αυτό καταλήγει: «Απέραντη η στιγμή — αν την προσέξεις.» Ακολουθεί το πλήθος των στιγμών, στιγμών που ζουν με τον ποιητή, όπως κι εκείνος ζει μαζί τους. Με διάθεση μελαγχολική και βαθειά ρέμβη καταλογογραφεί Στιγμές, θα πει εικόνες, που κάτι σημαίνουν και για τα δικά μας μάτια: πλήθος κόσμου, απομόνωση, αισθήσεις, συνιστούν την ιστορία καθενός. Τέλος, ο ποιητής επιστρέφει στις καταβολές, τις δικές του και του λαού ολόκληρου, σε στιγμές της παράδοσης και στη ζωή τους μέσα στον ίδιο: τοπία, συνήθειες, θρησκεία είναι οι «Άλλες στιγμές», οι δικές του.
Έλενα Σταγκουράκη

Πρώτη δημοσίευση: Ανθολογία "Νέοι ήχοι στο παμπάλαιο νερό".
 
 
*********************

Στυλιανός Αλεξίου
 
Στιγμή
 
Λυτρώσου απ’ την επόμενη στιγμή,
  πρόσεξε τη Στιγμή που τώρα τρέμει.
  Μέσα σ’ αυτή, μακριά, σαν μουσική
  κάθε παλιά στιγμή σου αγαπημένη.
 
 
Μέσα σ’ αυτή, το Σύμπαν το πλατύ,
  που τόσοι Γαλαξίες το 'χουν στέψει.
  Σ’ αυτή κι οι αιώνες οι μελλοντικοί. 
  Απέραντη η Στιγμή — αν την προσέξεις.
 
 
 

12/11/13

Χθες νύχτα...



Idea Vilariño

Χθες νύχτα

Χθες νύχτα στο όνειρό μου
μια χούφτα τόσης στάχτης
σου έκανα έρωτα πιο
γαλήνιο κι εξαίσιο
εσένα που είσαι τόσο
τόσο καιρό στο χώμα.


Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη

9/11/13

Αντριάνα...
















 
Gioconda Belli

Αντριάνα

Αντριάνα
ίσως να μη μάθουμε ποτέ
ούτε εσύ, ούτε εγώ,
ποια σπλάχνα σε γέννησαν στο φως
ποια νύχτα σκοτεινή σ’ έβγαλε στην αγκαλιά μου.
Α!, πλάσμα μου εσύ, επιλεγμένο απ’ όλα τα πλάσματα,
το κλάμα σου σαν πηγή ώς τα μάτια μου ανεβαίνει
Το αδάμαστο ένστικτο να σε προστατέψω με κυριεύει
και σ’ αγκαλιάζω αποδιώχνοντας όνειρα κακά
σφίγγοντάς σε στην καρδιά μου
λες και, επιζήσασες ναυαγίου,
η μια από την άλλη μοναχά να εξαρτιόμασταν.

Τι μυστήριο αυτή η κύηση της αγάπης σου, Αντριάνα,
Με τη γέννησή σου αναπτύχθηκες στην κοιλιά μου.




Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη


************

Adriana

Adriana
posiblemente nunca sabremos
ni vos, ni yo,
qué entraña te dio a luz,
qué noche oscura te arrojó en mis brazos.
¡Ah! Mi creatura escogida entre todas las criaturas
tu llanto sube como una fuente hasta mis ojos
El fiero instinto de protegerte me posee
y te abrazo espantando los malos sueños
apretándote contra mi corazón 
como si, sobrevivientes de un naufragio,
dependiéramos tan sólo la una de la otra.

Qué misterio este embarazo de tu amor, Adriana,
Nacida te has gestado en mi vientre.


6/11/13

Μονόλογοι της Γκόλφως...















 
Για την αγάπη:

"Αχ, η αγάπη μάνα μου, πεντάκριβη μανούλα,
χόρτο δεν είναι, για να βγει με τόση ευκολία.
Είναι δεντρί βαθύριζο, π' αν θες για να το βγάλεις,
πριχού μονάχο μαραθεί, σ’ οργώνει την καρδιά σου,
βγαίνει μαζί με την καρδιά. Είν’ η αγάπη βάτος,
π' αν τύχει, μάνα, και πιαστείς μέσα στις αγκαθιές του
δεν ξεμπερδεύεις εύκολα, θα φύγεις λαβωμένη.
Είν' η αγάπη θάλασσα που γλυκοκυματίζει,
κι αν τύχει τα γαλάζια της νερά σε ξεγελάσουν,
τις ομορφιές της λιμπιστείς κι απλώσεις τα πανιά σου,
δεν είναι, μάνα, βολετό πίσω για να γυρίσεις·
κι αν σε βοηθήσουν οι καιροί, με κίνδυνο μεγάλο
στην άλλη άκρη θε να βγεις· αλλιώτικα εχάθης."


********************



Η κατάρα:

"Τα δάκρυα που έχυσα, προδότη, εγώ για σένα,
η κάθε μια σταλαγματιά, κάθε ρανίδα κι ένα
φίδι να γίνει δίγλωσσο, τρικέφαλη σαϊτα.
Όπου κι αν πας, όπου σταθείς, αυγή... ημέρα... νύχτα...
             Ξύπνιον στον κοιμηθιό σου
             και μέσα στ' όνειρό σου
             κατάκαρδα να σε χτυπούν.

Τα χείλη σου να φρύγονται για μια σταλιά δροσούλα
κι όντας εγγίζεις το νερό, η κάθε μια βρυσούλα
αίμα, χολή να γίνεται, και το γλυκό ψωμάκι
όντας το τρως, στο στόμα σου να γίνεται φαρμάκι.
            Να κλαις κι αντί για δάκρυ
            αίμα θολό και άφρη
            τα μάτια σου να τρέχουν.

Όθε πατείς κι όθε περνάς χόρτο να μη φυτρώνει,
να μην ανθίζει λούλουδο, να μη λαλεί αηδόνι,
και τα κλαριά να ρίχνουνε τα πράσινά τους φύλλα
και να σκορπάν τα άνθια τους, να σκούζουνε τα ξύλλα:
            "Ίσκιος δεν είν' για σένα!"
            Και τα πουλιά σκιαγμένα
            να φεύγουν μακριά.

Πήγαινε τώρα, διάβαινε. Κι αν είν' Θεός θα τό βρεις!"


(Αποσπάσματα από την "Γκόλφω" του Περεσιάδη)