1/2/13

Προορισμός η Ιθάκη ή το ταξίδι;



Προορισμός η Ιθάκη ή το ταξίδι;

«Οδύσσεια»
Εθνικό Θέατρο
Οκτώβριος 2012

Αναμφίβολα, το ότι ο Ρόμπερτ Γουίλσον σκηνοθετεί παράσταση στην Ελλάδα συνιστά θεατρικό γεγονός, όχι λόγω ξενολατρείας, μα επειδή πρόκειται παραδεδειγμένα για έναν απ’ τους σημαντικότερους σύγχρονους σκηνοθέτες και εικαστικούς καλλιτέχνες παγκοσμίως. Σίγουρα, ακριβώς λόγω όλων αυτών, οι προσδοκίες του κοινού δεν μπορεί παρά να είναι υψηλές. Και προφανώς το εγχείρημα παράστασης της Οδύσσειας, ειδικά μπροστά σε ελληνικό κοινό, είναι στοίχημα που μένει να κερδηθεί. Πού συναντιούνται όλ’ αυτά, πόσα επιτρέπονται και πόσα μπορούν να συγχωρεθούν; Έφτασε ο Οδυσσέας του Γουίλσον στην Ιθάκη;

Το κείμενο, γραμμένο από τον Σάιμον Άρμιτατζ, είναι διασκευή του ομηρικού έπους του 8ου αι. π.Χ., ομολογουμένως μια διασκευή που σέβεται κι ακολουθεί το πρωτότυπο, με μόνο στόχο τη δραματουργική λειτουργικότητα και τη διευκόλυνση της αναπαράστασης.
 
Όσο για τη σκηνοθετική απόδοση του έργου, το κοινό δεν θα μπορούσε να περιμένει κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι συνιστά τη σφραγίδα αυτού του σκηνοθέτη. Ο Γουίλσον διαθέτει πολύ συγκεκριμένη αισθητική άποψη και εικαστική έκφραση, με αποτέλεσμα το απαραγνώριστο ύφος των σκηνοθεσιών του. Αυτή είναι η καθόλου ασήμαντη συνεισφορά του στη σύγχρονη σκηνοθεσία, όπου με βάση το παλιό και το ήδη παραδεδομένο, προχωράει στο καινούργιο. Έτσι, στις παραστάσεις του συναντιούνται, και συνυπάρχουν αρμονικά, στοιχεία από τον βουβό κινηματογράφο, την παντομίμα, το ιαπωνικό θέατρο (η επιλογή Ιαπωνέζας σχεδιάστριας για το κοστούμια μόνο τυχαία δεν είναι), τα μουσικά κουτιά και τις κουρδιστές κούκλες. Ζητούμενο για το σκηνοθέτη είναι ο συνδυασμός μιας ψυχρής, σπαστής κίνησης με μια ζεστή φωνή και μια συναισθηματικά φορτισμένη ερμηνεία. Σε κάθε παράστασή του, δημιουργεί εικόνες που αποτελούν αυτοτελή έργα τέχνης, με μεγάλο βαθμό εικαστικότητας κι αισθητικής τέρψης (προϋπόθεση, ενδεχομένως, κάποτε αναγκαία για το Μεγάλο θέατρο, ομολογουμένως όμως όχι επαρκής). Ο Γουίλσον βασίζεται στην αισθητική της απόλυτης λιτότητας και των αυστηρών γεωμετρικών γραμμών, παρακάμπτωντας ωστόσο με μαεστρία το σκόπελο της «μοντερνιάς» και της «πρωτοτυπίας για την πρωτοτυπία»∙ έτσι, γίνεται όχι μόνο πρωτότυπος, μα και μοναδικός.

Κι εδώ έρχεται το ερώτημα πώς ταιριάζουν όλ’ αυτά και μια μάλλον ελιτίστικη (με θετικό πρόσημο στην έννοια) σκηνοθετική προσέγγιση μ’ ένα κλασικό έργο της αρχαιότητας. Η απάντηση βρίσκεται στον προσδιορισμό του ζητουμένου, του επιδιωκόμενου στόχου. Θεωρώντας ο Γουίλσον προφανώς αφελή μια ενδεχόμενη προσπάθεια μίμησης του εξαιρετικού μεγέθους και βάθους του ομηρικού έργου, θέτει ως στόχο του την αφήγηση μιας ιστορίας, την εξιστόρηση μιας περιπέτειας, πράγμα που κατορθώνει με επιτυχία. Η Οδύσσειά του είναι ένα παραμύθι, άρρηκτα μάλιστα συνδεδεμένο με την σκηνοθετική του ματιά, χωρίς την οποία ίσως κατέληγε και σε παρωδία του ομηρικού πρωτοτύπου. Αν εξαιρέσει κανείς την κάπως χαοτική έναρξη της παράστασης (στην οποία θέλησε να ενσωματώσει και την κυκλική αφήγηση), την αχρείαστη επανάληψη σε κάποιες ατάκες, την υπερβολική κάποτε αβρότητα κι ελαφράδα (γιατί να εμφανίζεται ο Οδυσσέας με μωρουδιακή πάνα;) και τις αδικαιολόγητες φωνές π.χ. σ’ ένα μέρος της στιχομυθίας Καλυψούς-Οδυσσέα, ο Γουίλσον έδωσε μια καλή παράσταση. Στο πρώτο μέρος πλατείασε κάπως, και το υπερβολικό παιχνίδι με τα φώτα και τους ήχους ενόχλησε το κοινό, ενώ το δεύτερο μέρος έρεε αρμονικότερα με μια πιο σφιχτή αφήγηση. Οι δύο τελευταίες ενστάσεις αφορούν αφενός το ρόλο της Αθηνάς που η υστερική ερμηνεία του θα ταίριαζε το πολύ σε μια Αφροδίτη, αφετέρου το ρόλο του Πανκ κοριτσιού που, ακόμη κι αν χρησιμοποιείται ως γέφυρα, συνιστά μάλλον κακόγουστη νότα.

Πρωταγωνίστρια της παράστασης η Ναυπλιώτου. Είτε ως Καλυψώ είτε ως Κίρκη είτε ως Πηνελόπη υπήρξε χαριέστατη, ενσαρκώνοντας τη Γυναίκα και ο θεατής ανυπομονούσε να τη βλέπει επί σκηνής. Πρόκειται για σημαντικό σταθμό στην καριέρα της, σε μια πορεία συνεχούς εξέλιξης. Παρόλο που κλείνουμε τ’ αφτιά σε συγκρίσεις και προφητείες, δεν μπορούμε παρά ν' αναγνωρίσουμε τη δυναμική της ν' αποτελέσει συνεχίστρια της παράδοσης μιας Κονιόρδου και μιας Παππά, εφόσον αντισταθεί κι η ίδια σε Σειρήνες. Η Κονιόρδου, ως Αντίκλεια, Ευρύκλεια κι Αρήτη, παραμένει στο ύψος της. Αν και δεν μας έχει συνηθίσει σε ρόλους εύθυμους, απολαμβάνουμε το σκέρτσο και τη γλύκα της ως Ευρύκλεια, αλλά και το ανάστημά της, ως άλλη Καρυάτιδα, στο ρόλο της Αρήτης. Πρωταγωνιστής κι ο Μυλωνάς, ηθοποιός με υψηλή υποκριτική ποιότητα, όποιον ρόλο κι αν υποδύεται, κι όχι μόνο σε ρόλους κωμικούς. Ως Εύμαιος ήταν… Αντιθέτως, από τον Οδυσσέα του Ζαλμά έλειπε η ένταση, το βιωμένο παίξιμο, αυτό το μάτι που γυαλίζει και θ’ απέδιδε έναν Οδυσσέα πολυμήχανο. Άξιοι μνείας εξίσου ο Άκης Σακελλαρίου και ο Κοσμάς Φουντούκης.

Έκπληξη και μεγάλο πλεονέκτημα της παράστασης, οι υπέροχες μουσικές συνθέσεις του Θοδωρή Οικονόμου και η εντυπωσιακή εκτέλεσή τους από τον ίδιο ζωντανά (ο Γουίλσον κατά κανόνα επιδιώκει τη συνοδεία κάθε παράστασης από ζωντανή μουσική). Συγκαταλέγεται κι ο ίδιος στους πρωταγωνιστές της παραγωγής. Αντιθέτως, παρατηρήθηκε κάποια τεχνική δυσκολία στο συντονισμό των ήχων και των φώτων με την κίνηση των ηθοποιών, πράγμα που θα έχρηζε βελτίωσης.

Απ’ την πρώτη στιγμή της παράστασης διαπιστώσαμε εκ νέου πως η πρώτη ύλη του θεάτρου, οι ηθοποιοί που έχουμε στην Ελλάδα, είναι τέτοιας ποιότητας που με σωστή καθοδήγηση και τα ανάλογα τεχνικά μέσα φτιάχνουν παραστάσεις που δεν έχουν να ζηλέψουν σε τίποτα αυτές μεγάλων σκηνών της Ευρώπης. Ας μην τους «σπαταλούμε» λοιπόν σε αμφίβολες σκηνοθεσίες. Όσο γι’ αυτήν του Γουίλσον και το τελικό αποτέλεσμα; Ένα φαντασμαγορικό παραμύθι, υψηλής αισθητικής. C’ est bien.


Έλενα Σταγκουράκη
Αθήνα, 03.11.2012

Δεν υπάρχουν σχόλια: