31/1/12

Billie Holiday - They can´t take that away from me...

Από σήμερα στις "Ιστορίες Μπονζάι" αφιέρωμα στον Τόμας Μπέρνχαρντ...



















Ἕλενα Σταγκουράκη

Τόμας Μπέρνχαρντ

Μι­κρὴ εἰ­σα­γω­γὴ στὴ ζω­ὴ καὶ τὸ ἔρ­γο του

ΔΕΚΑΕΝΝΙΑΧΡΟΝΟΣ ΑΥΣΤΡΙΑΚΟΣ ποὺ μὲ τὸ ψευ­δώ­νυ­μο Τό­μας Φάμ­πιαν ἐ­ξέ­δι­δε τὸ 1950 μιὰ σει­ρὰ ἀ­πὸ σύν­το­μα δι­η­γή­μα­τα, βρι­σκό­ταν στὴν ἀρ­χὴ μιᾶς μα­κρᾶς συγ­γρα­φι­κῆς πο­ρεί­ας. Μὲ τὸ πραγ­μα­τι­κό του ὄ­νο­μα, Τό­μας Μπέρ­νχαρντ, ἐ­πρό­κει­το νὰ ἐ­ξε­λι­χθεῖ σὲ ἕ­ναν ἀ­πὸ τοὺς ση­μαν­τι­κό­τε­ρους γερ­μα­νό­φω­νους συγ­γρα­φεῖς τοῦ δεύ­τε­ρου μι­σοῦ τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να. Σὲ με­γά­λο βαθ­μὸ ὁ Μπέρ­νχαρντ ὑ­πῆρ­ξε αὐ­το­βι­ο­γρα­φι­κὸς συγ­γρα­φέ­ας καὶ κά­ποι­α τραυ­μα­τι­κὰ γε­γο­νό­τα τῆς ζω­ῆς του ἔ­παι­ξαν κα­θο­ρι­στι­κὸ ρό­λο στὴ δι­α­μόρ­φω­ση τό­σο τοῦ χα­ρα­κτή­ρα του, ὅ­σο καὶ τῆς συγ­γρα­φι­κῆς του ἰ­δι­ο­συγ­κρα­σί­ας.

       Ὁ Μπέρ­νχαρντ γεν­νή­θη­κε στὴν Ὀλ­λαν­δί­α τὸ 1931, νό­θο τέ­κνο Αὐ­στρια­κῶν γο­νέ­ων. Πο­τὲ δὲν γνώ­ρι­σε τὸν πα­τέ­ρα του, ὁ ὁ­ποῖ­ος δὲν τὸν ἀ­να­γνώ­ρι­σε καὶ πέ­θα­νε νω­ρὶς ἀ­πὸ δι­αρ­ρο­ὴ γκα­ζιοῦ (πολ­λοὶ κά­νουν λό­γο γιὰ αὐ­το­κτο­νί­α). Με­γά­λω­σε μὲ τοὺς γο­νεῖς τῆς μη­τέ­ρας του στὴ Βι­έν­νη, οἱ ὁ­ποῖ­οι τὸν πα­ρέ­λα­βαν ἤ­δη λί­γους μῆ­νες με­τὰ τὴ γέν­νη­σή του. Ἡ μη­τέ­ρα του σύν­το­μα παν­τρεύ­τη­κε κι ἔ­κα­νε και­νούρ­για οἰ­κο­γέ­νεια. Λό­γῳ τῶν συγ­κρού­σε­ών του μὲ αὐ­τήν, ὁ Μπέρ­νχαρντ εἰ­σή­χθη γιὰ ἕ­να χρό­νο σὲ ἵ­δρυ­μα γιὰ ἀ­προ­σάρ­μο­στα παι­διά, ἐ­νῶ λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα ἐ­στά­λη ἐ­σώ­κλει­στος στὸ τό­τε ἐ­θνι­κο­σο­σι­α­λι­στι­κὸ καὶ με­τέ­πει­τα κα­θο­λι­κὸ Γυ­μνά­σιο Γι­ο­χα­νέ­ουμ, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἐγ­κα­τέ­λει­ψε στὰ τρί­α χρό­νια, δι­α­κό­πτoν­τας τὶς σπου­δές του.

       Σταθ­μὸς στὴ ζω­ὴ τοῦ συγ­γρα­φέ­α ὑ­πῆρ­ξε ἡ πε­ρί­ο­δος 1949-1950. Τὸ 1949, στὴν κρί­σι­μη ἡ­λι­κί­α τῶν 18 χρό­νων, ἀρ­ρώ­στη­σε βα­ριὰ μὲ φυ­μα­τί­ω­ση κι ἔ­φτα­σε στὰ πρό­θυ­ρα τοῦ θα­νά­του. Γιὰ τὴν ἀ­νάρ­ρω­σή του ἀ­παι­τή­θη­καν δύ­ο χρό­νια σὲ δι­ά­φο­ρα σα­να­τό­ρια, ἐ­νῶ ἔ­κτο­τε ἡ ὑ­γεί­α του πα­ρέ­μει­νε εὔ­θραυ­στη. Τὴν ἴ­δια χρο­νιὰ ἀ­πε­βί­ω­σε ὁ παπ­πούς του, τὸ μό­νο οὐ­σι­α­στι­κὸ στή­ριγ­μά του, ἐ­νῶ τὸν ἑ­πό­με­νο χρό­νο ἔ­χα­σε καὶ τὴ μη­τέ­ρα του. Τό­τε ἦ­ταν ὅ­μως ποὺ γνώ­ρι­σε τὴν Χέν­τβιχ Στα­βι­ά­νι­τσεκ.

       Τὰ δύ­ο αὐ­τὰ πρό­σω­πα, ὁ παπ­ποὺς-συγ­γρα­φέ­ας Γι­ο­χά­νες Φρο­ϊμ­μπί­χλερ καὶ ἡ Στα­βι­ά­νι­τσεκ ἔ­παι­ξαν κα­θο­ρι­στι­κὸ ρό­λο στὴν πο­ρεί­α τοῦ Μπέρ­νχαρντ. Ὁ πρῶ­τος ἔ­δω­σε ἰ­δι­αί­τε­ρη ἔμ­φα­ση στὴν παι­δεί­α τοῦ ἐγ­γο­νοῦ του, φρόν­τι­σε νὰ τοῦ ἐμ­φυ­σή­σει τὴν ἀ­γά­πη γιὰ τὴ φι­λο­σο­φί­α καὶ τὸ ὑ­ψη­λό, κα­θὼς καὶ νὰ τοῦ προ­σφέ­ρει μὲ τὰ λί­γα μέ­σα ποὺ δι­έ­θε­τε μου­σι­κὴ παι­δεί­α. Ἡ Στα­βι­ά­νι­τσεκ, τὴν ὁ­ποί­α ὁ Μπέρ­νχαρντ ἀ­πο­κα­λοῦ­σε «σύν­τρο­φο ζω­ῆς» καὶ «θεί­α», ὄν­τας τριά­ντα πέν­τε χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­πὸ τὸν ἴ­διο, ἦρ­θε νὰ παί­ξει τὸν ρό­λο τῆς ἀ­νέ­κα­θεν ἀ­πού­σας μη­τέ­ρας, νὰ πά­ρει τὴ θέ­ση της με­τὰ τὸ θά­να­τό της, ἀλ­λὰ καὶ νὰ συμ­βάλ­λει κα­τα­λυ­τι­κὰ στὴν εἴ­σο­δο τοῦ Μπέρ­νχαρντ στὴν κοι­νω­νί­α τῆς Βι­έν­νης καὶ τὸν συγ­γρα­φι­κὸ κό­σμο.

       Τὰ ἔρ­γα τοῦ Μπέρ­νχαρντ, μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, δι­η­γή­μα­τα, θε­α­τρι­κὰ ἔρ­γα καὶ ποί­η­ση ἔ­γι­ναν γνω­στὰ στὴν Αὐ­στρί­α γιὰ τὴν ἀ­φη­γη­μα­τι­κή τους ποι­ό­τη­τα, ὡ­στό­σο ἡ ρα­γδαί­α ἐ­ξά­πλω­σή τους ὀ­φεί­λε­ται στὰ συ­νε­χῆ σκάν­δα­λα, τὶς συ­ζη­τή­σεις, τὶς ἔ­ρι­δες ποὺ προ­ξε­νοῦ­σε ἅ­μα τὴ ἐμ­φα­νί­σει κά­θε ἔρ­γο του. Ὁ Μπέρν­χαρντ δὲν δί­στα­ζε νὰ στρα­φεῖ εὐ­θέ­ως κα­τὰ τοῦ αὐ­στρια­κοῦ κρά­τους —τὸ ὁ­ποῖ­ο χα­ρα­κτή­ρι­ζε «κα­θο­λι­κὸ κι ἐ­θνι­κο­σο­σι­α­λι­στι­κό»­—, τῆς βι­εν­νέ­ζι­κης κοι­νω­νί­ας, ἀλ­λὰ καὶ κά­θε προ­σώ­που καὶ θε­σμοῦ, αὐ­στρια­κοῦ καὶ μή. Γιὰ τὴν Αὐ­στρί­α εἶ­χε πεῖ ὅ­τι πρό­κει­ται γιὰ «μιὰ κό­λα­ση, ὅ­που το πνεῦ­μα ἐκ­μη­δε­νί­ζε­ται ἀ­δι­α­λεί­πτως, ἐ­νῶ τέ­χνη κι ἐ­πι­στή­μη ἀ­πα­ξι­ώ­νον­ται»1. Τὸ αὐ­στρια­κὸ κρά­τος γιὰ ἐ­κεῖ­νον δὲν εἶ­ναι πα­ρὰ «σχη­μα­τι­σμὸς κα­τα­δι­κα­σμέ­νος στὴν ἀ­πο­τυ­χί­α» καὶ οἱ Αὐ­στρια­κοὶ «πλά­σμα­τα τῆς ἀ­γω­νί­ας». Ὅ­σο γιὰ πο­λι­τι­κὰ πρό­σω­πα καὶ συγ­γρα­φεῖς, συ­χνὰ εἶ­δαν τοὺς ἑ­αυ­τούς τους ν’ ἀ­πο­τυ­πώ­νον­ται σὲ ἔρ­γα τοῦ Μπέρ­νχαρντ, μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τὶς δη­μό­σι­ες δι­α­μαρ­τυ­ρί­ες, τὶς μη­νύ­σεις, ἀλ­λὰ καὶ τὶς φω­νὲς γιὰ ἀ­πα­γό­ρευ­ση πα­ρα­στά­σε­ων, ἕ­ως καὶ τὴν στέ­ρη­ση τῆς ἰ­θα­γέ­νει­ας. Πο­λὺ συ­χνὰ δὲ τὸν χα­ρα­κτή­ρι­ζαν «προ­δό­τη τῆς πα­τρί­δας του» καὶ «μί­α­σμα τῆς ἴ­διας του τῆς φω­λιᾶς». Αὐ­τὸς εἶ­ναι καὶ ὁ λό­γος γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο ἔ­γι­νε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­γα­πη­τὸς στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κό. Ὄν­τας ἀμ­φι­λε­γό­με­νη προ­σω­πι­κό­τη­τα, στὴν πα­τρί­δα του ἀ­πέ­κτη­σε ἀ­νυ­στε­ρό­βου­λους φί­λους, ἀλ­λὰ καὶ ἄ­σπον­δους ἐ­χθρούς. Ἡ τε­λευ­ταί­α πρά­ξη ἀν­τί­στα­σης κι «ἐκ­δί­κη­σης» ἀ­πέ­ναν­τι στὴν πα­τρί­δα του ἦρ­θε με­τὰ θά­να­τον, μὲ τὴν ἀ­πα­γό­ρευ­ση ἀ­να­δη­μο­σί­ευ­σης καὶ με­τα­φο­ρᾶς στὸ θέ­α­τρο τῶν ἔρ­γων του, ἀ­πα­γό­ρευ­ση ποὺ δι­α­χει­ρί­στη­κε κι ἐν μέ­ρει ἦ­ρε ὁ κλη­ρο­νό­μος ἑ­τε­ρο­θα­λὴς ἀ­δερ­φός του.

       Ὡ­στό­σο, χρή­ζει δι­ά­κρι­σης τὸ ἑ­ξῆς: ὁ Μπέρ­νχαρντ δὲν ἀ­σκοῦ­σε ἁ­πλῶς κοι­νω­νι­κὴ κρι­τι­κή, δὲν ἔ­θι­γε μὲ τρό­πο ἐ­πι­φα­νεια­κὸ τὰ κα­κῶς κεί­με­να. Πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο, δι­α­κα­τε­χό­ταν ἀ­πὸ ἔν­το­νο πνεῦ­μα ἀρ­νη­τι­σμοῦ κι ἀ­πόρ­ρι­ψης, ἀ­πε­χθα­νό­ταν τὸν κό­σμο κι ὅ,τι βρι­σκό­ταν σὲ αὐ­τόν, πράγ­μα ποὺ ἀ­πο­τυ­πω­νό­ταν τό­σο στὴν προ­σω­πι­κή του ζω­ή, ὅ­σο καὶ στὸν συγ­γρα­φι­κό του βίο. Ὅ­σοι τὸν κα­τα­κρί­νουν, μι­λοῦν γιὰ μι­σάν­θρω­πο συγ­γρα­φέ­α καὶ τοῦ ἐ­πιρ­ρί­πτουν ἕ­να σω­ρὸ ἐ­λατ­τώ­μα­τα καὶ πα­ρα­ξε­νι­ές.

       Πό­σο εὔ­λο­γα, ὅ­μως, φαν­τά­ζουν ὅ­λα τα πα­ρα­πά­νω ἂν ἀ­να­λο­γι­στεῖ κα­νεὶς τοὺς κα­τα­λυ­τι­κοὺς πα­ρά­γον­τες τῆς ζω­ῆς του: πλή­ρης ἔλ­λει­ψη πα­τέ­ρα, δια­ρκὴς ἀ­που­σί­α μη­τέ­ρας, ἀ­πόρ­ρι­ψη, ἀ­σθέ­νεια, θά­να­τος, ἐ­πα­φὴ μὲ να­ζι­στι­κὲς ἰ­δέ­ες. Ἔ­τσι, ἡ θε­μα­το­λο­γί­α τοῦ Μπέρ­νχαρντ πε­ρι­στρέ­φε­ται γύ­ρω ἀ­πὸ τὴν τρα­γι­κό­τη­τα τῆς ὕ­παρ­ξης καὶ τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης, τὴ μο­να­ξιὰ καὶ τὴν ἀ­πο­μό­νω­ση, τὴν αὐ­το­κα­τα­στρο­φή, τὸν πό­νο, τὴν ἀ­νελ­πι­σί­α τοῦ κό­σμου καὶ τὸν θά­να­το.

       Ἡ δὲ ἀ­σθέ­νειά του, ἡ δυ­σκο­λί­α του ν’ ἀ­να­πνεύ­σει, ἀ­πο­τυ­πώ­νε­ται ὑ­φο­λο­γι­κὰ στὸ ἔρ­γο του μὲ μα­κρό­συρ­τες προ­τά­σεις ἄ­πνοι­ας, ποὺ ἔ­κα­ναν τὴν Ἐλ­φρίν­τε Γι­έ­λι­νεκ νὰ τὸν χα­ρα­κτη­ρί­σει «ποι­η­τὴ τῆς ὁ­μι­λί­ας» κι ὄ­χι τῆς γρα­φῆς. Ὡ­στό­σο, τὴν ἀ­να­πνο­ὴ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σε ὁ ἴ­διος γιὰ νὰ δεί­ξει καὶ τὴ σπου­δαι­ό­τη­τα τῆς γρα­φῆς γιὰ ἐ­κεῖ­νον: «ἀ­να­πνο­ὴ καὶ γρα­φὴ εἶ­ναι ἕ­να καὶ τὸ αὐ­τό».

       Ἡ ση­μα­σί­α τῆς ἀ­να­πνο­ῆς δὲν εἶ­ναι τὸ μό­νο στοι­χεῖ­ο, κα­θο­ρι­στι­κό του ὕ­φους τοῦ Μπέρ­νχαρντ. Ἀν­τι­θέ­τως, τὸ αὐ­τὸ ἰ­σχύ­ει καὶ γιὰ τὸν ἀ­πό­λυ­το τρό­πο τῆς ἔκ­φρα­σής του, ἕ­ναν τρό­πο ποὺ ἀ­πο­κλεί­ει ἐκ τῶν προ­τέ­ρων τὴ δι­α­τύ­πω­ση ἀν­τιρ­ρή­σε­ων καὶ δι­α­φο­ρε­τι­κῶν ἀ­πό­ψε­ων. Οἱ κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κὲς ἐκ­φρά­σεις καὶ ἡ συ­χνό­τα­τη ἐ­πα­νά­λη­ψη λέ­ξε­ων ὅ­πως «φυ­σι­κά», «τὰ πάν­τα», «τί­πο­τα», «συ­νε­χῶς», «ἀ­πό­λυ­τα» δὲν ἐ­πι­τρέ­πουν τὴ δι­α­φω­νί­α. Πρό­κει­ται γιὰ τὴ μί­α καὶ ἀ­πό­λυ­τη ἀ­λή­θεια.

       Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κοὶ τοῦ ὕ­φους τοῦ Μπέρ­νχαρντ εἶ­ναι ἐ­πί­σης οἱ πο­λὺ συ­χνοὶ μο­νό­λο­γοι ἑ­νὸς ἀ­φη­γη­τῆ σὲ πρῶ­το πρό­σω­πο, συ­χνὰ δὲ ἀ­πέ­ναν­τι σὲ ἕ­ναν βου­βὸ ἀ­κρο­α­τὴ ἢ μα­θη­τευ­ό­με­νο, πά­νω σε κά­ποι­ο ἀ­πο­τρό­παι­ο θέ­μα τῆς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας ἢ φι­λο­σο­φι­κὸ στο­χα­σμὸ ποὺ θέ­τει ὁ ἴ­διος ὁ συγ­γρα­φέ­ας μέ­σῳ τοῦ ἀ­φη­γη­τῆ του. Οἱ ἀ­φη­γη­τὲς αὐ­τοί, συ­νή­θως ἐ­πι­στή­μο­νες, «ἄν­θρω­ποι τοῦ πνεύ­μα­τος» ὅ­πως εἰ­ρω­νι­κὰ τοὺς ὀ­νο­μά­ζει ὁ συγ­γρα­φέ­ας, ἐ­κτο­ξεύ­ουν μύ­δρους κα­τὰ τῶν ἀ­νό­η­των μα­ζῶν καὶ τὰ βά­ζουν μὲ κά­θε ἱ­ε­ρὸ καὶ ὅ­σιο. Ὡ­στό­σο, τό­σο ἡ πρω­το­πρό­σω­πη ἀ­φή­γη­ση, ὅ­σο καὶ ἡ δυ­σα­ρέ­σκεια μὲ τὰ πάν­τα δὲν πρέ­πει ν’ ἀ­πο­προ­σα­να­το­λί­ζουν. Ὁ συγ­γρα­φέ­ας δὲν ταυ­τί­ζε­ται μὲ τὸν ἑ­κά­στο­τε ἀ­φη­γη­τή, ἀν­τι­θέ­τως φρον­τί­ζει νὰ παίρ­νει ἀ­πό­στα­ση ἀ­π’ αὐ­τόν, δη­λώ­νον­τάς το συ­χνὰ ρη­τῶς. Πρό­κει­ται γιὰ πρό­ζα ρό­λων κι ὄ­χι γιὰ ἄ­με­σα αὐ­το­βι­ο­γρα­φι­κὰ κεί­με­να.

       Ἄλ­λο ση­μεῖ­ο ὅ­που ἡ βι­ο­γρα­φί­α συγ­κλί­νει μὲ τὴ συγ­γρα­φι­κὴ πα­ρα­γω­γὴ εἶ­ναι τὸ στοι­χεῖ­ο τῆς ὑ­περ­βο­λῆς, τῆς κλι­μά­κω­σης. Τό­σο σὲ ἐ­πί­πε­δο ἰ­δε­ῶν καὶ θε­μά­των, ὅ­σο καὶ σ’ αὐ­τὸ τῆς ἔκ­φρα­σης, ὁ Μπέρ­νχαρντ ἐ­πι­τυγ­χά­νει, μέ­σῳ τῆς ἐ­λα­φρῶς τρο­πο­ποι­ού­με­νης κά­θε φο­ρὰ ἐ­πα­νά­λη­ψης, τῆς πα­ραλ­λα­γῆς, τὴν κλι­μά­κω­ση. Αὐ­τὸς ἀ­κρι­βῶς ὁ τρό­πος θυ­μί­ζει τὶς με­θό­δους σύν­θε­σης στὴ μου­σι­κὴ κι ἂς θυ­μη­θεῖ ἐ­δῶ ὁ ἀ­να­γνώ­στης τὴ μου­σι­κὴ παι­δεί­α τοῦ συγ­γρα­φέ­α. Ὁ ἴ­διος μά­λι­στα πα­ρα­δε­χό­ταν ὅ­τι ἡ μου­σι­κό­τη­τα ἦ­ταν με­γί­στης ση­μα­σί­ας στὰ κεί­με­νά του, κα­θὼς καὶ ἕ­να στοι­χεῖ­ο ποὺ γε­νι­κὰ «δι­α­κρί­νει ἕ­ναν Αὐ­στρια­κὸ ἀ­πὸ ἕ­ναν Γερ­μα­νό, κα­θὼς γιὰ τὸν Γερ­μα­νὸ ἡ μου­σι­κό­τη­τα εἶ­ναι ἀ­νύ­παρ­κτη».

       Κι ἂν ὁ Μπέρ­νχαρντ κα­θί­στα­ται δύ­στρο­πος κι ἀ­πω­θη­τι­κὸς συγ­γρα­φέ­ας μὲ τὴν εἰ­ρω­νεί­α, τὸ σαρ­κα­σμὸ καὶ τὴν ἐ­πι­θε­τι­κό­τη­τά του, ὑ­πάρ­χουν καὶ γνω­ρί­σμα­τα ποὺ δροῦν ἀν­τι­σταθ­μι­στι­κά. Αὐ­τὰ εἶ­ναι ἡ γλωσ­σι­κή του ἐ­κλέ­πτυν­ση, ἡ αἴ­σθη­ση τοῦ χιοῦ­μορ ποὺ ἔ­χει κι ἀ­πο­τυ­πώ­νει στὰ γρα­πτά του, ἀλ­λὰ καὶ τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι τὰ κεί­με­νά του, σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ ἐ­κεῖ­να ἄλ­λων ἐ­ξε­χόν­των συγ­γρα­φέ­ων τῆς ἐ­πο­χῆς του, γί­νον­ται εὐ­κό­λως κα­τα­νο­η­τὰ κι ἀ­πὸ τὸν μὴ ἐ­πα­ΐ­ον­τα, ἀ­κό­μη κι ἀ­πὸ ἕ­ναν ἀ­γρό­τη, «μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο καὶ μό­νο», σύμ­φω­να μὲ τὸ συγ­γρα­φέ­α, «ἔ­χει νό­η­μα νὰ συ­ζη­τᾶ κα­νείς».
  
       Γιὰ τὸ πα­ρὸν ἀ­φι­έ­ρω­μα στὸν Τό­μας Μπέρ­νχαρντ ἐ­πι­λέ­χθη­κε τὸ ἀ­πάν­θι­σμα τῶν συν­το­μό­τα­των δι­η­γη­μά­των του ποὺ ἐμ­φα­νί­στη­καν στοὺς τό­μους Μι­μη­τὴς φω­νῶν (1987)2 καὶ Συμ­βάν­τα (1994). Πρό­κει­ται γιὰ κεί­με­να μὲ ἰ­δι­αί­τε­ρα αἰ­σθη­τὸ τὸν σπιν­θή­ρα τῆς εἰ­ρω­νεί­ας, τοῦ σαρ­κα­σμοῦ καὶ τοῦ κα­λο­σχη­μα­τι­σμέ­νου χι­οῦ­μορ, δη­λα­δὴ τοῦ προ­σω­πι­κοῦ ὕ­φους τοῦ Μπέρν­χαρντ, ἕ­ναν σπιν­θή­ρα ποὺ ἡ λάμ­ψη του δια­ρκεῖ πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ ἕ­να μι­κρὸ κλά­σμα χρό­νου.

       Ἀ­θή­να, 4 Σε­πτεμ­βρί­ου 2011

 

ΣΗ­ΜΕΙ­Ω­ΣΕΙΣ

1. Ἀ­παν­τᾶ­ται στὸ δι­ή­γη­μα «Ἐ­πα­να­πα­τρι­σμὸς» ποὺ ἔ­χει συμ­πε­ρι­λη­φθεῖ στὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα.

2. Να υπενθυμίσουμε ότι ο συγκεκριμένος τόμος διηγημάτων έχει μεταφραστεί στα ελληνικά από τον Αλέξανδρο Ίσαρη ("Ο μίμος των φωνών").

 

 

 

Από σήμερα στο ιστολόγιο του περιοδικού "Πλανόδιον" αφιέρωμα στη διηγηματογραφία του Τόμας Μπέρνχαρντ.

 

http://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/ 

 

Καλή ανάγνωση!

 

30/1/12

Quiero...

Η μόνη αλήθεια...























Idea Vilariño

Η τελευταία λέξη

Δεν με νοιάζει
το λέω το επαναλαμβάνω το εξηγώ                            
δε με νοιάζει
το φωνάζω
δε με νοιάζει.
Δε με νοιάζει
δε θέλω
γι’ άλλη μια φορά όχι θα πω
το χέρι θα τραβήξω
δε θα δεχτώ ξανά.
Λέω πως δε με νοιάζει
κι ακόμα κι αν ψεύτρα αποδειχτώ
αυτή θα εξακολουθεί
η μόνη αλήθεια
η λέξη η τελευταία.



Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη

27/1/12

Peinlich...















Heinrich Böll



Βή­χας σὲ συ­ναυ­λί­α






ΞΑΔΕΡΦΟΣ ΜΟΥ ὁ Μπέρ­τραμ ἀ­νή­κει σ’ αὐ­τὴν τὴν κα­τη­γο­ρί­α ἀν­θρώ­πων, πού, νευ­ρω­τι­κοὶ κα­θὼς εἶ­ναι, μὴ ὄν­τας κα­τὰ τὸ ἐ­λά­χι­στο κρυ­ω­μέ­νοι, αἴφ­νης ξε­σποῦν σὲ βή­χα ἐν μέ­σῳ συ­ναυ­λι­ῶν. Ὁ βή­χας ξε­κι­νᾶ ὕ­που­λα, σὰν ἁ­πα­λό, φι­λι­κὸ σχε­δόν, θρό­ι­σμα ποὺ σὲ τί­πο­τα —λές— δι­α­φέ­ρει ἀ­π’ τὸ ρύθ­μι­σμα μου­σι­κοῦ ὀρ­γά­νου. Στὴ συ­νέ­χεια ὅ­μως αὐ­ξά­νει στα­δια­κὰ γιὰ νὰ φτά­σει νὰ γί­νει —ὑ­πα­κού­ον­τας σὲ μιὰ νο­μο­τέ­λεια ἀ­δι­ό­ρα­τη— ἔ­κρη­ξη ἠ­χη­τι­κὴ ποὺ κά­νει τὰ μαλ­λιὰ τῆς μπρο­στι­νῆς κυ­ρί­ας νὰ λι­κνί­ζον­ται σὰν ἀ­νά­λα­φρα πα­νιὰ ἱ­στι­ο­φό­ρου.


         Ὅ­πως ἁρ­μό­ζει στὴν εὐ­αι­σθη­σί­α του, ὁ Μπέρ­τραμ βή­χει δυ­να­τά, ὅ­ταν ἡ μου­σι­κὴ ἠ­χεῖ ἀ­πα­λά, καὶ ἠ­πι­ό­τε­ρα , ὅ­ταν ἡ μου­σι­κὴ δυ­να­μώ­νει. Μὲ τὸ ἄ­χα­ρο φω­νη­τι­κό του ὄρ­γα­νο ἀ­πο­τε­λεῖ τὸ ἄ­κρον ἄ­ω­τον τῆς δυ­σαρ­μο­νί­ας. Κα­θὼς μά­λι­στα δι­α­θέ­τει λαμ­πρὴ μνή­μη καὶ ξέ­ρει ἀ­π’ ἔ­ξω κι ἀ­να­κα­τω­τὰ τὶς παρ­τι­τοῦ­ρες, παί­ζει γιὰ ’­μέ­να —τὸν ἀ­νί­δε­ο— τὸ ρό­λο τοῦ μέν­το­ρα. Σὰν ἀρ­χί­ζει νὰ ἱ­δρώ­νει καὶ τὰ ἀ­φτιά του κοκ­κι­νί­ζουν κι ἐ­κεῖ­νος συγ­κρα­τεῖ τὴν ἀ­να­πνο­ή του βγά­ζον­τας νευ­ρι­κὰ ἀ­π’ τὴν τσέ­πη του τὶς κα­ρα­μέ­λες γιὰ τὸ βή­χα, ἐ­νῶ ἡ δι­εισ­δυ­τι­κὴ μυ­ρω­διὰ εὐ­κα­λύ­πτου δι­α­χέ­ε­ται στὸ χῶ­ρο τρι­γύ­ρω, ἔ, τό­τε ξέ­ρω πὼς ἡ μου­σι­κὴ περ­νᾶ σὲ δυ­να­τὸ ντι­μι­νου­έν­το. Κι ὄν­τως: τὸ δο­ξά­ρι τοῦ βι­ο­λι­στῆ μό­λις ποὺ χα­ϊ­δεύ­ει τὶς χορ­δὲς κι ὁ πι­α­νί­στας δί­νει τὴν ἐν­τύ­πω­ση πὼς μᾶλ­λον γη­τεύ­ει καὶ κα­θη­συ­χά­ζει τὸ πιά­νο του· μιά, ἂς ποῦ­με, ὁ­λό­τε­λα οἰ­κεί­α γερ­μα­νι­κὴ ἐ­σω­τε­ρι­κό­τη­τα δι­α­χέ­ε­ται τό­τε στὴν αἴ­θου­σα καὶ νὰ ποὺ ὁ Μπέρ­τραμ κά­θε­ται δί­πλα μὲ τὰ μά­γου­λα φου­σκω­μέ­να, ἕ­τοι­μα νὰ ἐ­κρα­γοῦν, στὰ μά­τια βα­ριὰ ἡ δυ­σθυ­μί­α καὶ ξαφ­νι­κά… ἡ ἔ­κρη­ξη!


        Κα­θὼς μό­νο ἄν­θρω­ποι ἀ­ρί­στου ἀ­γω­γῆς συ­χνά­ζουν σὲ συ­ναυ­λί­ες στὴν πό­λη μας, κα­νεὶς δὲ γυ­ρί­ζει βε­βαί­ως νὰ κοι­τά­ξει, οὔ­τε καὶ κά­νει ὑ­πο­δεί­ξεις καὶ μα­θή­μα­τα κα­λῆς συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς. Ὡ­στό­σο, εὔ­κο­λα ἀν­τι­λαμ­βά­νε­σαι πὼς τὸ κοι­νὸ βρί­σκε­ται ἕ­να μό­λις βῆ­μα πρὶν τὴν ἔ­κρη­ξη καὶ τὸ πα­ρα­κο­λου­θεῖς νὰ τι­νά­ζε­ται κά­θε φο­ρὰ ποὺ ὁ Μπέρ­τραμ βή­χει ἐκ νέ­ου. Ἕ­να ἀ­δι­ά­κο­πο γά­βγι­σμα βγαί­νει θαρ­ρεῖς ἀ­π’ τὸ στό­μα του, γά­βγι­σμα ποὺ στα­δια­κὰ ἁ­πα­λύ­νε­ται, κα­θὼς τε­λει­ώ­νει ἐ­πι­τέ­λους τὸ ντι­μι­νου­έν­το. Τό­τε, ἐ­κεῖ­νος κα­τα­πί­νει μὲ μιᾶς τὸ χυ­μὸ εὐ­κα­λύ­πτου τῆς κα­ρα­μέ­λας, ἔ­τσι ποὺ τὸ μῆ­λο τοῦ Ἀ­δὰμ στὸ λαι­μό του μοιά­ζει μὲ σβέλ­το ἀ­νελ­κυ­στή­ρα.


        Τὸ φρι­κτὸ εἶ­ναι ὅ­τι ὁ Μπέρ­τραμ φαί­νε­ται νὰ δί­νει μὲ τὸ βή­χα του τὸ πα­ράγ­γελ­μα καὶ στοὺς ὑ­πό­λοι­πους νευ­ρω­τι­κούς, ἀ­νε­ξαρ­τή­τως βαθ­μοῦ νεύ­ρω­σής τους. Σὰν σκύ­λοι ποὺ ἀ­να­γνω­ρί­ζουν ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λο ἀ­π’ τὸ γά­βγι­σμα, τοῦ ἀ­παν­τοῦν ἀ­π’ ὅ­λες τὶς γω­νι­ὲς τῆς αἴ­θου­σας. Πα­ρά­ξε­νο, ἀλ­λὰ κι ἐ­γὼ ἀ­κό­μα, ποὺ ὑ­πὸ κα­νο­νι­κὲς συν­θῆ­κες οὔ­τε ἀρ­ρω­σταί­νω, οὔ­τε καὶ τὰ νεῦ­ρα μου πά­σχουν, ναί, ἀ­κό­μα κι ἐ­γὼ αἰ­σθά­νο­μαι ὅ­λο καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο, ὅ­σο προ­χω­ρᾶ ἡ συ­ναυ­λί­α, μιὰ ἀ­κα­τα­νί­κη­τη τά­ση γιὰ βή­χα. Νι­ώ­θω τὰ χέ­ρια μου νὰ ἱ­δρώ­νουν καὶ ἐ­μέ­να τὸν ἴ­διο νὰ γί­νο­μαι θύ­μα μιᾶς ἐ­σω­τε­ρι­κῆς πα­ρά­λυ­σης. Καὶ ξαφ­νι­κὰ κα­τα­λα­βαί­νω πὼς κά­θε προ­σπά­θεια εἶ­ναι μά­ται­η: θὰ βή­ξω. Αἰ­σθά­νο­μαι ἕ­να γαρ­γα­λη­τὸ στὸ λαι­μό, σχε­δὸν δὲν παίρ­νω ἀ­νά­σα πιά, τὸ σῶ­μα μου εἶ­ναι λου­σμέ­νο στὸν ἱ­δρώ­τα, τὸ πνεῦ­μα μου ἀ­πὸν καὶ ἡ ψυ­χή μου ὑ­πο­χεί­ρια μιᾶς ἀ­γω­νί­ας ὑ­παρ­ξια­κῆς. Στα­μα­τῶ ν’ ἀ­να­σαί­νω κα­νο­νι­κά, πε­ρι­ερ­γά­ζο­μαι νευ­ρι­κὰ τὸ μαν­τή­λι στὴν πα­λά­μη μου, ἕ­τοι­μος νὰ τὸ φέ­ρω μπρο­στὰ στὸ στό­μα μου ἂν χρεια­στεῖ κι ἔ­τσι, ἀν­τὶ ν’ ἀ­κού­ω τὴ μου­σι­κή, ἀ­φουγ­κρά­ζο­μαι τὸ νευ­ρω­τι­κὸ γά­βγι­σμα τῶν ὑ­πε­ρευ­αί­σθη­των συ­να­κρο­α­τῶν μου, ποὺ ἀ­κο­λου­θοῦν μὲ μιᾶς τὸ πα­ράγ­γελ­μα τοῦ ἑ­νός.


        Λί­γο πρὶν τὸ δι­ά­λειμ­μα εἶ­μαι βέ­βαι­ος πιὰ γιὰ τὴ με­τά­δο­ση τῆς νεύ­ρω­σης: δὲν ἀν­τέ­χω ἄλ­λο. Ἀρ­χί­ζω νὰ σι­γον­τά­ρω τὸν Μπέρ­τραμ, βή­χον­τας σύγ­κορ­μος μέ­χρι νὰ φτά­σει τὸ δι­ά­λειμ­μα, ὁ­πό­τε μὲ τὸ πο­λυ­πό­θη­το χει­ρο­κρό­τη­μα τρέ­χω στὴν γκαρ­ντα­ρόμ­πα. Λου­σμέ­νος στὸν ἱ­δρώ­τα ἀ­π’ τὸ κε­φά­λι ὣς τὰ νύ­χια κι ἐ­ξαν­τλη­μέ­νος ἀ­π’ τοὺς σπα­σμοὺς τοῦ βή­χα, προ­σπερ­νῶ τὸν πορ­τι­έ­ρη καὶ βγαί­νω στὸν κα­θα­ρὸ ἀ­έ­ρα.


        Ἑ­πό­με­νο εἶ­ναι ποὺ ἄρ­χι­σα ν’ ἀρ­νοῦ­μαι, εὐ­γε­νι­κὰ μέν, πει­σμα­τι­κὰ δέ, τὶς προ­σκλή­σεις τοῦ Μπέρ­τραμ σὲ συ­ναυ­λί­ες. Μό­νο ἀ­ραι­ὰ καὶ ποὺ πιὰ τὸν συ­νο­δεύ­ω στὶς κο­ρυ­φαῖ­ες ἐκ­δη­λώ­σεις τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ μας. Ἀλ­λὰ καὶ τό­τε ἀ­κό­μα, μό­νο ὑ­πὸ τὴν προ­ϋ­πό­θε­ση ὅ­τι οἱ τρομ­πέ­τες θὰ ὑ­περ­κα­λύ­πτουν κά­θε ἄλ­λο ἦ­χο ἢ ὅ­τι ἀν­τρι­κὴ χο­ρω­δί­α θὰ βά­ζει κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ τὰ δυ­να­τά της σὲ κομ­μά­τια ὅ­πως «Κα­ται­γι­σμὸς βρον­τῶν» ἢ «Ἡ χι­ο­νο­στι­βά­δα». Ἐν πά­σῃ πε­ρι­πτώ­σει, σὲ ἔρ­γα ὅ­που εἶ­ναι δε­δο­μέ­να ἡ ὑ­ψη­λὴ ἠ­χη­τι­κὴ ἔν­τα­ση κι ἕ­να κά­ποι­ο φορ­τί­σι­μο. Μό­νο ποὺ ἀ­κρι­βῶς αὐ­τὸ τὸ εἶ­δος μου­σι­κῆς δὲ μ’ ἐν­δι­α­φέ­ρει.


        Εἶ­ναι παν­τε­λῶς ἄ­σκο­πο νὰ προ­σπα­θοῦν οἱ για­τροὶ ντὲ καὶ κα­λὰ νὰ μὲ πεί­σουν ὅ­τι ἔ­χουν πει­ρα­χτεῖ τὰ νεῦ­ρα μου κι ὅ­τι πρέ­πει νὰ ἐ­λέγ­χω τὸν ἑ­αυ­τό μου. Χαί­ρω πο­λύ, ξέ­ρω ὅ­τι φταῖ­νε τὰ νεῦ­ρα μου. Ἔ­λα ὅ­μως ποὺ ἐ­κεῖ­να μ’ ἐγ­κα­τα­λεί­πουν ὅ­ταν κά­θο­μαι δί­πλα στὸν Μπέρ­τραμ. Ὅ­σο γιὰ τὸν αὐ­το­έ­λεγ­χο, τζάμ­πα χά­νουν τὰ λό­για τους. Μοῦ εἶ­ναι ἁ­πλῶς ἀ­δύ­να­το. Τί νὰ πῶ, ἴ­σως μω­ρὸ νὰ μὲ να­νού­ρι­ζαν λέ­γον­τάς μου ὅ­τι δὲ θὰ γί­νω πο­τὲ ἄν­θρω­πος μὲ αὐ­το­έ­λεγ­χο.


        Κα­τη­φὴς ξε­φυλ­λί­ζω πιὰ τὰ δι­α­φη­μι­στι­κὰ φυλ­λά­δια τῶν δι­α­φό­ρων συ­ναυ­λι­ῶν. Ἀ­δύ­να­το νὰ ἐν­δώ­σω στὸν πει­ρα­σμό τους, ἀ­φοῦ γνω­ρί­ζω ὅ­τι ὁ Μπέρ­τραμ θά ’­ναι ἐ­κεῖ καὶ θὰ μὲ πε­ρι­μέ­νει. Καὶ μὲ τὸ ποὺ ἀ­κού­σω τὸν πρῶ­το του ψί­θυ­ρο, ὁ αὐ­το­έ­λεγ­χος πά­ει πε­ρί­πα­το.



 Πρώτη δημοσίευση: Ιστολόγιο "Ιστορίες Μπονζάι" του περιοδικου "Πλανόδιον" (01.12.2010)



Dio mio...!

24/1/12

Να 'χεις το μυαλό σου και να σιωπάς...

 




















ΑΝΤΩΝΗΣ ΖΕΡΒΑΣ


Ο ΚΑΗΜΑΝΗΣ ΣΤΗ ΜΑΝΤΡΑ ΤΟΥ ΚΑΡΡΑ


(Από τα ανέκδοτα)


               1.

 Μια κούκλα, μια κομμώτρια
 μια  νεκροστολισμένη
 μπήγει τα μάτια μέσα μου
κρίνει τα σωθικά μου :


« Πόρνε και πόρνε όνειρε
κλώνε της φρεναπάτης
φοναπατείς κι όρεγεσαι
σκούφες και μαλλιγούλες
          
Νεκρός αν είσαι μέμφεσαι
ζεστός δεν χολοσκάνεις
τώρα δεν βρίσκουν τα κουμπιά κλωστή
καν φερμουάρ τα παντελόνια

Κορέστηκε ο άγαρμπος
τόσην αγαρμποσύνη
με μια τριχιά τον δέσανε
με μια τριχιά τον σπρώχνουν

Ο Καημάνης πάει μπροστά
που θραύει τα στασίδια
κι ακολουθάνε οι γραικοί
ζητώντας του μερίδια. »


Καθόταν ο παλίμβουλος
και γυμνολογιζόταν
την κούκλα, την παράνομη
τη θεοχωρίστρα.
                

 
 
               2.

Τί καλά να ’χεις το μυαλό σου και να σιωπάς
το σπιτάκι σου και μια δουλίτσα
μες στη μάντρα του Καρρά.

«Το μυαλό σάς κάνει ιδιοκτήτες» -
κελαϊδούνε στα κλουβιά τους
τα γαρδέλια περισπαστικά

Δεν νοήσαμε Χριστό
μάστορες και μαστοράντζα
είχαμε όλοι μας μυαλό !



                      
               3.

                      
Ποιός είναι τούτος ο γκρεμνός
που ολούθε τραγουδάει
και τον ακούει το πέλαγο
και θέλει να σαλτάρει

Στου Καημάνη τη σκιά
σφάζουνε κυπαρίσσια

Ποιός είναι τούτος ο γκρεμνός
που με παραφυλάει
γιατί να ξύνει το πηγούνι του
και να κουτογελάει

Ηταν λοστός το βλέμμα του
έσπαγε τα καλούπια

Κορμιάσανε οι άνεμοι
γίναν σαν τους προγόνους
κι όταν αλάλιαζαν οι παλαιοί
έβγαινε πάντα ο δράκος

Του Καημάνη η ματιά
ξεχώνει μόνο λάκκους.



* Η συνομιλία μας με τον Αντώνη Ζέρβα στο τρέχον τεύχος του περιοδικού Κουκούτσι


Καλή ανάγνωση!

21/1/12

Al Mahabba - ελληνικό συγκρότημα με αγάπη για τα τραγούδια της Ανατολής...

Salome...





















Kostas Koutsourelis

Ventus augustus 24

What is left for  me to understand?
The afternoon glooming, pending
the phone -for how long?- the blaring

gust of noise from the street;
words and motors and apologies in vain.
Without sextant, astrolabe or choice

I set a straight course: my life.
Like a red ribbon is flapping my voice
-I cut it and I sew it as I like,

 a cruel flag that I hang upon my shoulder.
I' m the law that broke the law,
the ball not fitting the revolver.

And still; it takes a little longer
and the ink will bolt the asphalt.
Salome will shake on the plate 

John Baptist's awful head, for that's his fate.


Translation into English: Elena Stagkouraki

*********************************

          Αέρας αύγουστος 24


  ΤΙ ΜΕΝΕΙ ΠΙΑ να καταλάβω ;
   σκυφτό το απόγευμα, εκκρεμές
  –για πόσο ακόμα ;– το τηλέφωνο, οι ριπές

  του σαματά απ' τον δρόμο :
   λόγια, μετάνοιες μάταιες, μηχανές.
  Χωρίς εξάντα και αστρολάβο

  χαράζω ευθεία γραμμή : η ζωή μου.
   Κορδέλα κόκκινη τινάζεται η φωνή μου·
  όπως μ' αρέσει εγώ την κόβω και τη ράβω,

  σημαία σκληρή την αναρτώ στον ώμο.
   Ο νόμος είμαι που αθέτησε τον νόμο,
  η σφαίρα που στην κάννη

  δεν χωράει. Κι ωστόσο : λίγο ακόμη
   και θα χυθεί στην άσφαλτο η μελάνη·
  θα βγει κραδαίνοντας φρικτό η Σαλώμη

  πάνω στο πιάτο το κεφάλι του Ιωάννη.

18/1/12

Speak low...

All bodiless essences...


















Kostas Koutsourelis

Ventus augustus 6

Over the water I contemplate and bow.
I write a word: Sea. Then another: Eden.
I record in an imrpovised row

on this liquid diary all the "Nos"
all the "Naughts" and "Don' ts".
All bodiless essences, speechless worlds,

sparkle for an instant on the foam.
I look around me. Nobody here.
Like a forgotten relative the sphere

of the Sun is hanging yellow over the beach
-a mark persisting at celestial height.
Over the water I contemplate and write.

My hand is guided by Promise inch by inch.
Letter by letter I preserve It´s name.
I come to the beginning and I do the same.


Over the water I write and contemplate.




Translation into English: Elena Stagkouraki


********************************


               Αέρας αύγουστος 6


ΠΡΟΣΗΛΩΜΕΝΟΣ
σκύβω στο νερό.
    Γράφω τη λέξη: θάλασσα. Τη λέξη: Εδέμ.
  Σε μια αυτοσχέδια σειρά καταχωρώ

  πάνω στο υδάτινο χαρτί όλα τα δεν,
    όλα τα μη, όλα τα τίποτα.
  Όλα τ' ασώματα νοήματα τ' ανείπωτα

  για μια στιγμή αστράφτουν στον αφρό.
    Κοιτάζω γύρω μου. Άλλος κανείς.
  Μονάχα ο ήλιος, ξεχασμένος συγγενής,

  κρεμιέται κίτρινος πάνω απ' την παραλία,
    σινιάλο επίμονο στον άμετρο ουρανό.
  Προσηλωμένος γράφω. Σταθερό

το χέρι μου οδηγεί η Επαγγελία.
    Γράμμα το γράμμα τ' όνομά της συντηρώ.
  Στην ίδια πάντοτε επιστρέφω αφετηρία.

  Προσηλωμένος γράφω στο νερό.



15/1/12

Mariza - Loucura

Ο Αργύρης Χιόνης για την Ποίηση (ΙΙΙ)...





















Αργύρης Χιόνης

Η ποίηση

Η ποίηση είναι ένα ποτήρι αδειανό
που το γεμίζουμε με το αίμα μας.
Ύστερα το προσφέρουμε στους άλλους
ή δεν το προσφέρουμε αλλά μας το παίρνουν
και το μυρίζουν και το δοκιμάζουν
και μιλούνε για το χρώμα του 
και αναλύουνε στο μικροσκόπιο τη σύνθεσή του
και το ταξινομούνε σε ομάδες
και βρίσκουνε συχνά μικρόβια
και μας καταδικάζουν.
Η σημασία βέβαια είν' αλλού∙
η αιμορραγία να συντελείται
κι ό,τι θέλει ας λέει η επιστήμη τους.
Ο ποιητής δεν είναι αστρονόμος
μα αστρολόγος∙
τ' άστρα τον ενδιαφέρουν μόνο 
για τη δύναμή τους πάνω στη ζωή
τον έρωτα ή το θάνατο∙
κινείται μες στη μαγγανία
κι αναμειγνύοντας βοτάνια μαγικά,
ευχές, ξόρκια και δηλητήρια
φτιάχνει το ατίμητο χρυσάφι
που είναι αδύνατο οι άλλοι
να το κάνουνε νομίσματα.


13/1/12

Ana Moura - Por um dia

Ο Αργύρης Χιόνης για την Ποίηση (ΙΙ)...


























Αργύρης Χιόνης


Η ποίηση με οδηγεί όπως ο σκύλος τον τυφλό∙ βρίσκει για μένανε το δρόμο που, όμως, δεν οδηγεί ποτέ στο σπίτι.

***

Γράφω τα ποιήματά μου με τον ίδιο τρόπο που στρώνει το κρεβάτι του ο μελλοθάνατος λίγο πριν από την εκτέλεση∙ μεθοδικά και τακτικά, φροντίζοντας σχολαστικά την κάθε λεπτομέρεια, την ίδια τρέφοντας μ' αυτόν φρούδη ελπίδα ότι, αν δείξω επιμέλεια, θα  μου δοθεί, την τελευταία στιγμή, η χάρη.

***

Τα ποιήματα είναι τοπία ή αποσπάσματα τοπίων, όπως αυτά που βλέπεις απ' το παράθυρο υπερταχείας: στιγμιαίες, ξαφνικές εικόνες που προς εσένα έρχονται ή  φεύγουν από σένα, ανάλογα με το αν κοιτάς κατάφατσα τον προορισμό σου ή αν την πλάτη σου του 'χεις στραμμένη.

***

Κοντή κουβέρτα η ποίηση και, κάθε που την τραβάς για να φυλάξεις το κεφάλι σου από τους εφιάλτες του άλλου κόσμου, στην παγωνιά αυτού του κόσμου τα πόδια σου αφύλακτα αφήνεις. 

***

       Προσπαθώντας να συνθέσει ένα ποίημα στη γραφομηχανή, ανακαλύπτει, ξαφνικά, ότι ματώνουν τ' ακροδάχτυλά του. Τα πλήκτρα έχουν γίνει αιχμηρά, οι λέξεις έχουν βγάλει αγκάθια, οι φράσεις φράχτες βάτων γίνανε, άβατος τόπος έγινε το ποίημα, μούλιασε το χαρτί στο αίμα.
        "Αυτό δεν είναι ποίηση", σκέφτεται, "αυτό είναι σφαγή", κι αποφασίζει να εγκαταλείψει τη δολοφόνο μηχανή και να επιστρέψει στο μολύβι. Όμως κι αυτό δεν είναι επικίνδυνο; Κι αυτό δεν απειλούσε να τιναχτεί από το χέρι του, τα μάτια να του βγάλει;
         Μονάχα με το δάχτυλο θα γράφει, στο εξής, τα ποίηματά του, μονάχα με το δάχτυλο, πάνω στην άμμο ή στο χιόνι ή στη σκόνη.


10/1/12

Ana Moura - Todo era para ser eterno...

Ο Αργύρης Χιόνης για την Ποίηση (Ι)...





















Αργύρης Χιόνης


Ποτέ μου δεν κατάλαβα πώς δύο τόσο βελουδένια ζώα, όπως η γάτα και η ποίηση, έχουν γυαλόχαρτο για γλώσσα.

***

Η ποίηση ήταν γι' αυτόν
ό,τι για τον Περσέα ο καθρέφτης∙
μόνο μέσ' απ' αυτήν μπορούσε να κοιτάζει
τη φρικτή πραγματικότητα.

***

Κάθε λέξη είναι μια αχτίδα
Κάθε ποίημα μια απόπειρα φωτός.

***

Είσ' ένα τέρας, Ερατώ,
π' ανάθεμά σε∙
έπαψες να με θυμάσαι
και μ' άνηβα μειράκια κοιμάσαι.


9/1/12

Άρνηση...


Πόσο παρήγορη η ελπίδα της άρνησης...
Ελπίδα ψεύτικη, καθώς τίποτα δε μεταβάλλει.
Αδυνατεί να κάνει το ον, μη ον, 
το τετελεσμένο, μη τετελεσμένο.
Και πώς η συμφιλίωση με τη σκέψη ότι
στα ξεραμένα φύλλα ψάχνοντας του πάγκου
ένα λουλούδι δε θα βρίσκω πια ν' ανθεί, 
όμοιο με την παπαρούνα σου στην άκρη του πεζόδρομου.
Κι όμως, θα ψάχνω.
Κι όμοια μ' απόψε, στον ύπνο μου, 
θα συναντιόμαστε∙
όχι σε μνημόσυνο,
μα σε γιορτή.

Ε.Σ.

Έπεται ένα ακόμη αφιέρωμα στην ποίηση του Αργύρη Χιόνη.
Θέμα: "Ο Αργύρης Χιόνης για την Ποίηση"