20/12/11

Cesária Évora - Ausencia

Φεγγαροτρόπια...




















 Vicente Aleixandre

 Αγαπιόντουσαν


Αγαπιόντουσαν.
Πάσχιζαν στο φως, χείλη μπλαβά κατά το ξημέρωμα,
χείλη που βγαίνουν από μια νύχτα σκληρή,
χείλη μισάνοιχτα, αίμα∙ αίμα; Πού;
Αγαπιόντουσαν σε στρώμα πλεούμενο, μισό νύχτα, μισό φως.

Αγαπιόντουσαν όπως τα λουλούδια και τα αγκάθια τα βαθιά,
σ’ εκείνο το μπουμπούκι της αγάπης σε κίτρινο καινούργιο,
όταν τα πρόσωπα γυρίζουν μελαγχολικά,
φεγγαροτρόπια που μ’ εκείνο το φιλί γυαλίζουν.

Αγαπιόντουσαν τη νύχτα, καθώς τα σκυλιά στα βάθη
αλυχτούν κάτω απ’ τη γη και οι κοιλάδες τεντώνονται
σαν ράχες αρχαϊκές που ανακαινισμένες αισθάνονται
-χάδι, μετάξι, χέρι, φεγγάρι που φτάνει κι αγγίζει.

Αγαπιόντουσαν απ’ αγάπη στο χείλος του ξημερώματος,
ανάμεσα στις σκληρές πέτρες τις κλειστές της νύχτας,
σκληρές σαν τα σώματα, παγωμένα απ’ τις ώρες,
σκληρές σαν τα φιλιά από δόντι σε δόντι μονάχο.

Αγαπιόντουσαν τη μέρα, παραλία που ολοένα επεκτείνεται,
κύματα που, φτάνοντας στα πόδια, χαϊδεύουν τα βρύα,
σώματα που σηκώνονται απ’ τη γη και αιωρούμενα…
Αγαπιόντουσαν τη μέρα, πάνω στη θάλασσα, κάτω απ’ τον ουρανό.

Μεσημέρι απόλυτο, αγαπιόντουσαν τόσο μόνοι κι οικείοι,
θάλασσα άφταστη και νέα, αισθαντικότητα διάσπαρτη,
μοναξιά του έμψυχου, ορίζοντες απόμακροι
πλεγμένοι σαν σώματα μοναχικά που τραγουδούν.

Μες στην αγάπη. Αγαπιόντουσαν σαν φωτεινή σελήνη,
σαν αυτή τη θάλασσα τη στρογγυλή που περιρέει αυτό το πρόσωπο,
γλυκιά έκλειψη νερού, μάγουλο σκιασμένο,
όπου τα ψάρια τα ερυθρά πάνε κι έρχονται δίχως μουσική.

Μέρα, νύχτα, δειλινά, ξημερώματα, χώροι,
κύματα νέα, παλιά, φευγαλέα, αέναα,
είτε θάλασσα είτε γη, πλεούμενο, στρώμα, φτερό, κρύσταλλο,
μέταλλο, μουσική, χείλη, σιωπή, βλάστηση,
κόσμος, γαλήνη, η μορφή τους.
Αγαπιόντουσαν. Να το ξέρετε.


Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη


*******************************

Se querían
 
Se querían.
Sufrían por la luz, labios azules en la madrugada,
labios saliendo de la noche dura,
labios partidos, sangre, ¿sangre dónde? 

Se querían en un lecho navío, mitad noche, mitad luz.
Se querían como las flores a las espinas hondas,
a esa amorosa gema del amarillo nuevo,
cuando los rostros giran melancólicamente,
giralunas que brillan recibiendo aquel beso. 

Se querían de noche, cuando los perros hondos
laten bajo la tierra y los valles se estiran
como lomos arcaicos que se sienten repasados:
caricia, seda, mano, luna que llega y toca. 

Se querían de amor entre la madrugada,
entre las duras piedras cerradas de la noche,
duras como los cuerpos helados por las horas,
duras como los besos de diente a diente solo. 

Se querían de día, playa que va creciendo,
ondas que por los pies acarician los muslos,
cuerpos que se levantan de la tierra y flotando... 
Se querían de día, sobre el mar, bajo el cielo. 

Mediodía perfecto, se querían tan íntimos,
mar altísimo y joven, intimidad extensa,
soledad de lo vivo, horizontes remotos
ligados como cuerpos en soledad cantando. 

Amando. Se querían como la luna lúcida,
como ese mar redondo que se aplica a ese rostro,
dulce eclipse de agua, mejilla oscurecida,
donde los peces rojos van y vienen sin música. 

Día, noche, ponientes, madrugadas, espacios,
ondas nuevas, antiguas, fugitivas, perpetuas,
mar o tierra, navío, lecho, pluma, cristal,
metal, música, labio, silencio, vegetal,
mundo, quietud, su forma. Se querían, sabedlo.



 Πρώτη δημοσίευση: Αφιέρωμα στη γενιά του '27 της ισπανικής ποίησης, Περιοδικό "Κουκούτσι" (τεύχος 3)


Yo soy Maria...

Δίχως την αγάπη σου...















Ερωτική ποίηση απ' την αρχαία Αίγυπτο

Δίχως την αγάπη σου... 

Δίχως την αγάπη σου, η καρδιά μου δεν θα χτυπούσε άλλο∙
Δίχως την αγάπη σου, το ωραίο γλυκό θα 'μοιαζε αλάτι∙
Δίχως την αγάπη σου, το γλυκό "σεντέ" θα ήταν χολή.

Ω, άκου, αγάπη μου, η ζωή της καρδιάς μου χρειάζεται τον έρωτά σου∙
Όταν αναπνέεις, είναι η δική μου καρδιά που χτυπά.



Μετάφραση στην ελληνική: Φώτης Τερζάκης

18/12/11

Θηλιά μού έριξε τα μαύρα της μαλλιά...



Ερωτική ποίηση από την αρχαία Αίγυπτο

Είναι συλλέκτρια ανδρών...


Είναι συλλέκτρια ανδρών. 

Ακριβής, σαν συλλέκτης των φόρων που με το λάσο του
κυνηγά την αγελάδα του φτωχού κτηματία.

Με κάρφωσε με τα μάτια της,
με νάρκωσε με τ' άρωμά της,
θηλιά μου έριξε στο τέλος τα μαύρα της μακριά μαλλιά.

Και τώρα μ' έχει σφραγίσει
με τη σιδερένια, πύρινη σφραγίδα της.



Μετάφραση στην ελληνική: Φώτης Τερζάκης

Uma perda mais...

15/12/11

Τι να σας κάνω εσάς τους Ποιητές...
















Οδυσσέας Ελύτης

Οι ποιητές

Τι να σας κάνω μάτια μου κι εσάς τους Ποιητές
που χρόνια μου καμώνεστε τις ψυχές τις αήττητες

Και χρόνια περιμένετε κείνο που δεν περίμενα
όρθιοι στη σειρά σαν αζήτητα αντικείμενα...

Δεν πα' να σας φωνάζουν ούτ' ένας σας δεν απαντά
έξω χαλάει ο κόσμος καίγονται τα σύμπαντα

Τίποτα∙ σεις διεκδικείτε να 'ξερα με τι νου
τα δικαιώματά σας επί του κενού!

Σε καιρούς λατρείας του πλούτου ω! της αμεριμνησίας
αποπνέετε το μάταιο της ιδιοκτησίας

12/12/11

Με μιαν αγάπη ίση...





















Διονύσης Καψάλης

Πρόλογος 

Μαζεύω γύρω μου χαρτιά τόσων ετών,
απομεινάρια μιας γιορτής που 'χει σκορπίσει
γράφω ημέρα, μήνα, χρόνο, "ο αιτών",
και βεβαιώνω όσους μ' έχουν αγαπήσει
πως τους αγάπησα με μιαν αγάπη ίση
όμως τις ώρες της σιωπής κι όταν κοιμάμαι,
σαν κάποιος θρίαμβος να μ' έχει εκτοπίσει,
αγαπημένους μου απρόσκλητους θυμάμαι.

Κάτι τελείωσε λοιπόν; Ένα κοτσύφι
πήρε στα μαύρα του φτερά λίγη βροχή
ψηλά στη λεύκα που φωτίστηκε σαν νύφη
κι έχει στα φύλλα της δροσιά και ταραχή,
πήρε τον κόσμο τρεις φορές απ' την αρχή
κι απ' τη γιορτή που αναγγέλλει και δεν θα 'μαι,
κι απ' της φωνής του την απόδημη ψυχή,
αγαπημένους μου απρόσκλητους θυμάμαι.

Πώς να μιλήσω για το φως; Πέρασαν χρόνια,
παιδιά γεννήθηκαν και γράφτηκαν βιβλία
σκιές αντίδοτες τα μαύρα χελιδόνια
έρχονται, φεύγουν, γράφουν μια συνομιλία,
μια λησμονιά με του αέρα τη φιλία
όμως στο λίγο φως που σκάβω και κοιμάμαι,
στην ολονύχτια σαθρή μου βασιλεία,
αγαπημέους μου απρόσκλητους θυμάμαι.

Είναι αργά, είναι νωρίς; Ό,τι κι αν πω,
μια παντομίμα εκτελώ με τα κρυμμένα
και όπως γέρνω με το φως και αγαπώ,
μες στο φθινόπωρο που άρχισε για μένα
και είμαι μέσα του και σκέφτομαι σαν ένα 
άχαρο σκιάχτρο που επάνω του κρεμάμε
παλιά αισθήματα, πολύχρωμα, φθαρμένα,
αγαπημένους μου απρόσκλητους θυμάμαι.

Μη με ρωτάς για ποιους μιλώ: Με το βοριά
περνούν, αλλάζουν αφορμές, πλάθουν αιτίες
όπως ανάβουν κι όπως σβήνουν τα κεριά,
φέγγουν σαν πρόσωπα δοσμένα σε νηστείες,
σε παραισθήσεις και των άστρων μαθητείες
κι όπως βυθίζομαι στον ύπνο που κοιμάμαι
και με κυκλώνουν οι θαμπές τους μεσιτείες,
αγαπημένους μου απρόσκλητους θυμάμαι.

Μα πιο πολύ, ψηλά στον ίλιγγο, απ' όπου
πέφτω στον ύπνο ξαφνικά μ' ένα κοφτό
ύστατο χτύπημα βαθύ του ξυλοκόπου,
μετρώ σκιές με της καρδιάς μου το κρυφτό,
σ' ένα παλάτι που σωριάζεται κι αυτό
κι από το φόβο του θανάτου που φοβάμαι,
κι απ' το παιδί που τα φυλά για να κρυφτώ,
αγαπημένους μου απρόσκλητους θυμάμαι.

Κι εσύ που ξέρεις η καρδιά μου αν κοιμόταν,
κι όπως στον έρωτα οι δυο μας περπατάμε,
μια στο σκοτάδι μια στο φως, και δεν φοβάμαι,
πόσο σε νιώθω πιο κοντά μου, νιώσε, όταν 
αγαπημένους μου απρόσκλητους θυμάμαι.


7/12/11

Volano le canzoni...

Το δάκρυ να το πουν, το γέλιο να το γράψουν...

















Παντελής Μπουκάλας

Λεξείω


Παιδιά παιδάκια οι λέξεις μας, πειράζουνε, πονάνε,
στο πρώτο χάδι ευθύς γελούν, κι ευθύς ξανά πεισμώνουν,
βιάζονται όλα να τα πουν, μπερδεύονται, αγαπάνε,
σωπαίνουν, γίνονται κραυγή, κρύβονται, φανερώνουν.

Παιδιά παιδάκια οι λέξεις μας, και ξέρουν ν' ανταρτεύουν,
ξέρουν το δάκρυ να το πουν, το γέλιο να το γράψουν.
Πρόθυμοι αμνοί θυσιάζονται, θεριά όταν ιμερεύουν,
όλο τον κόσμο ουρανό ποθούνε να τον βάψουν.

Παιδιά παιδάκια οι λέξεις μας. Σώματα που λυγίζουν,
και πολεμούν, εγείρονται, φτερώνονται, πετάνε.
Σκιάζονται, ονειρεύονται, σμίγουνε και χωρίζουν,
ψυχούλες που τους δόθηκε πάντοτε να διψάνε.

Παιδιά παιδάκια οι λέξεις μας. Μπρος τους λευκός ο χρόνος,
ένα χαρτί για να γραφτεί, πανί για να φουσκώσει,
να βγει ταξίδι όπου η χαρά, ταξίδι όπου ο πόνος.
Η τρικυμία τον έρωτα μπορεί να ιερώσει.


3/12/11

Roxanne

Αιώνια είν' η γύμνια μας μόνο...
















Γιώργος Κεντρωτής

Το νυχτερινό τάγκο του κυρίου Χιουμ


Με σκηνή θεάτρου μοιάζει
το μυαλό των ανθρώπων∙
εντυπώσεις συνάζει 
και ιδέες στων τόπων

των κοινών το σανίδι
ως ηθοποιοί να περάσουν 
και των έργων του τα είδη
να καλοσυγκεράσουν.

Λόγοι ορθοί ή ζαλισμένοι∙
πνεύματα άγρια ή και ψόφια∙
σκηνικά, όπου ξεμένει
και ψευδή, μα και ατόφυα

της υποκριτικής η
δουλεμένη γκριμάτσα,
ωσάν για να τονίσει
κάποιαν άχρωμη φάτσα.

Και να βάφει η σελήνη
το ταμπλώ των βημάτων 
που ξαφρίζουν στη δίνη
των αφράτων κυμάτων

της καρδιάς∙ και στα σκότη
της νυχτός να υποφέρεις
που το ξέρεις καλά ότι
τον εαυτό σου  δ ε ν  ξέρεις.

Στροβιλίζεσαι∙ δένεις
στης στιγμής τον ειρμό όσα
εσκεμμένα συσταίνεις
με της διάνοιας τη γλώσσα.

Το ποτάμι του εαυτού σου
θα σε πνίξει, αν του ανοίξεις
την ορχήστρα του νου σου 
για πρεμιέρες και λήξεις.

Σκοτεινές παραστάσεις
-φωτεινό πανηγύρι-
δοκιμάζεις να πιάσεις∙
των πελμάτων οι γύροι

στων ιδεών μας τ' αλώνια
εμπεδώνουν τον χρόνο
μαρτυρώντς πως αιώνια
είν' η γύμνια μας μόνο.



Gabriel Fauré

30/11/11

Adagio in G Minor - Albinoni

Ω Θεέ μου...
















Raúl Gómez Jattin

Προσευχήσου ό,τι ξέρεις

Ω Θεέ μου
Εσύ που δεν υπάρχεις
είσαι τυχερός
μην έχοντας να προσέχεις
ολόκληρο τ´ανθρώπινο το γένος
Εγώ αντιθέτως
κάθε μέρα πεθαίνω
Με τον πόνο του τρελού
που οι άλλοι καταστρέφουν
Πεθαίνω με το ζητιάνο
Υποφέρω με τον ερωτευμένο
Υποφέρω
Με τη γυναίκα υπό περιορισμόν
σε ένα καταγώγιο
Θρηνώ
κι είμαι πάλι μόνος
να τρώω το ξερό ψωμί της ξενιτιάς
μέσα σε τόσον κόσμο
που φορές-φορές αγαπώ.


Mετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη

************************

Reza lo que sepas

Oh Dios
Tú que no existes
eres afortunado
de no tener que cuidar
todo el género humano
En cambio yo
muero cada día
Con el dolor del loco
que destruyen los otros
Con el mendigo muero
Con el enamorado sufro
Sufro
Con la mujer confinada
en un bar musical
Lloro
y vuelvo a estar solo
a comer el agrio pan del exilio
entre tanta gente
que a veces amo.


Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Poeticanet, τεύχος 14 (Μάρτιος 2011)

27/11/11

Κι έκανα λέξη στο χαρτί...














Θεοδόσης Βολκώφ

Το βλέμμα που ανταλλάξαμε...

To βλέμμα που ανταλλάξαμε
μες στη σιωπή

και που φωτιά δεν πήρε
και δεν έγινε φιλί

κι από τη μνήμη σου έσβησε
κι έκανα λέξη στο χαρτί

πύρινος στέκει επάνω μας
κριτής μας γιατί ζει·

θα φύγεις θα χαθώ
ποιος ξέρει ποια στιγμή

μα είναι γραφτό στην κόλαση
να σμίξουμε φρικτοί

μια παγωμένη κόλαση
χτισμένη από σιωπή·

θα σε κοιτάζω αιώνια
θα με κοιτάς κι εσύ

και θα ’μαι δίχως γλώσσα
και θα ’σαι δίχως ακοή

τόσο κοντά και όμως
για πάντα οι μακρινοί

γιατί κι οι δυο μας ένοχοι
κι οι δυο αμαρτωλοί

Εγώ γιατί σε ντράπηκα
γιατί φοβήθηκες Εσύ.


© Θεοδόσης Βολκώφ

24/11/11

Σαν ένα ακόμη σκοτάδι, άλλη μια νύχτα...
















Idea Vilariño 
Είσαι μόνος, κι εσύ…

Είσαι μόνος, κι εσύ.
Εγώ δεν αγγίζω τη ζωή σου, τη μοναξιά σου, το μέτωπό σου,
εγώ δεν είμαι στις νύχτες σου παρά λίμνη, ποτό,
τίποτα περισσότερο από μια λίμνη βαθειά
από όπου να πιεις μπορείς και με τα μάτια κλειστά ακόμη,
ξεχασμένος.
Για ’σένα είμαι σαν ένα ακόμη σκοτάδι, άλλη μια νύχτα,
προκαταβολή θανάτου
που φτάνει μια μέρα, κρύα, κι ο άνθρωπος περιμένει, αναμένει,
και φτάνει ,κι εκείνος παραδίδεται στη νύχτα, σε ένα στόμα,
κι η απόλυτη η λήθη τον τυφλώνει, τον εξοντώνει.

Δίχως όρια η νύχτα,
ξάγρυπνη, καθάρια, μόνη,
αποζητά τον έρωτα, άγγελο της κάθε πράξης...

Μόνος είσαι, κι εσύ.
Εκστατικός, διάφανος, ουράνιος, ψυχανεμισμένος,
αφέσου στη στιγμή.


Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη

****************************
Estás solo, lo mismo...

Estás solo, lo mismo.
Yo no toco tu vida, tu soledad, tu frente,
yo no soy en tu noche más que un lago, una copa,
más que un profundo lago,
en que puedes beber aún cerrados los ojos,
olvidado.
soy para ti como otra oscuridad, otra noche,
anticipo de la muerte,
lo que llega en el día frío el hombre espera, aguarda,
y llega y él se entrega a la noche, a una boca,
y el olvido total lo ciega y lo anonada.

Sin límites la noche,
pura, despierta, sola,
solícita al amor, ángel de todo gesto…

Estás solo, lo mismo.
Ebrio, lúcido, azul, olvidado del alma,
concédete a la hora. 


Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Poeticanet, τεύχος 11 (Δεκέμβριος 2009)

Scarlatti

21/11/11

Ποιος αφόρισε τα μάγια και τα λύνει;















 

Ποίηση αναδυόμενη


Διονύσης Καψάλης
«Εδώ κι εκεί»
Εκδ. Άγρα, 2010

«Ψηλά ο Θεός, με κεραυνούς κι εκλείψεις,/ κι εδώ, κάτω στη γη, μονάχα εμείς,/ τα φοβισμένα όντα της στιγμής,/ οι ταξιδιώτες της αιώνιας θλίψης.» Γραμμένα μεταξύ τέλη Ιουλίου κι Οκτωβρίου 2010 –σημαδιακή η 23η του μήνα στο πρώτο και το τελευταίο ποίημα της συλλογής;– τα δεκατέσσερα δεκατετράστιχα του Καψάλη απαρτίζουν την τελευταία του ποιητική συλλογή, στην οποία την πρωτοκαθεδρία έχει ο θάνατος, το φευγαλέο πέρασμα του ελάχιστου, φοβισμένου ανθρώπου από την αιωνιότητα του σύμπαντος.

O Καψάλης στα σονέτα του τον ονομάζει δημιουργικά «επιστροφή», «ύπνο ανεμπόδιστο», «πυθμένα απύθμενο», το «Εκεί». Το πράττει, δίχως να γίνεται απαισιόδοξος ή μοιρολάτρης, αλλά αντιθέτως με ρεαλισμό που φτάνει κάποτε να γίνεται μακάβριος, μιλώντας για τον «άθλιο που θα ’ρθει να μεταφέρει αλλού τα κόκαλά μου». Επιτυγχάνει δε στόχο διπλό: αφενός εκφράζει και ξεπερνά τη δική του αγωνία, αφετέρου συμφιλιώνει τον αναγνώστη με την ιδέα του αναπόφευκτου. 

Κατά τρόπο συνεπή επιλέγει και το φόντο του: η νύχτα, το φεγγάρι στις διάφορες φάσεις του, τα αστέρια, ο ύπνος, η ανάμνηση, ένα μαχαίρι ή νυστέρι, συνιστούν σταθερά μοτίβα προσδιορισμού του ποιητικού του χωρόχρονου, όντας τα ίδια ταυτοχρόνως και σύμβολα του ταξιδιού στο επέκεινα. Το «φεγγάρι στη χάση» είναι η ζωή που συρρικνώνεται, ενώ αλλού, το «μισό (του φεγγαριού) που πέφτει σαν άδειο ρούχο στον αιώνα» είναι τα περασμένα χρόνια που συμπίπτουν με τον κάτι παραπάνω από μισό αιώνα ζωής του ποιητή. 

Ο τόνος του Καψάλη, αληθινά τραγικός, θυμίζει χορό σε αρχαίο δράμα που αναρωτιέται: «Ποιος έχτισε την πόρτα και ποιος κλείνει/ το κρίμα και τον κρότο του πολέμου/ σ’ αυτό το ήσυχο όνειρο – ποιος, θε μου, / αφόρισε τα μάγια και τα λύνει;» Η τραγικότητα αυτή συνεπαίρνει τον αναγνώστη κι οφείλεται στο πανανθρώπινο θέμα που θίγεται, στη λυρική φωνή του ποιητή και σ’ έναν σταθερό εσωτερικό ρυθμό, φαινομενικά αυθύπαρκτο. 

Επιπλέον, η ποίηση του Καψάλη είναι συγκινητικά ανθρώπινη, πράγμα που δεν οφείλεται αποκλειστικά στη θεματολογία. Πέρα από τα καθολικά θεματικά δίπολα (ζωή και θάνατος, ειρήνη και πόλεμος, ομορφιά κι ασχήμια), είναι η ειλικρινής αγωνία, η ζεστή συγκατάβαση, ακόμη κι ο θρήνος για τον πόνο «στις γειτονιές του ανθρώπου» που δηλώνουν την αγάπη του ποιητή για τον άνθρωπο, για τις μητέρες «με τ’ άγρια μάτια», τις «μεγαλωμένες στους λυγμούς του ανέμου».

Με χρώματα λυρικά περιγράφονται «τα κορίτσια που κεντάν/ στο τρυφερό τους δέρμα τον ανθό/ του πόθου», με την ανησυχία του ποιητή αν, μέσα στον αγνό ερωτισμό τους «θα ‘ρθουν άραγε να πουν/ τρισάγιο για εκείνους που αγαπούν/ εδώ στη γη…» Απ’ την άλλη, ο Καψάλης αναλογίζεται με τρόπο εξίσου λυρικό το σκοτάδι που θα γίνει μαχαίρι για να μοιράσει τον έναν εδώ και τον άλλον άγνωστο πού, πάντως αλλού.  Όσο για το συνεχές ηχητικό παιχνίδι, ένα μουσικό και γλαφυρό μέσο αφήγησης του ποιητή, συνιστά «βάλσαμο … στην τόση/ λύπη και φλόγα της πληγής...»

Αυτό όμως που εκπλήσσει θετικά ακόμη και τον υποψιασμένο αναγνώστη του Καψάλη είναι η τεχνική αρτιότητα των τελευταίων αυτών ποιημάτων. Όλα τους σονέτα, κάποια μάλιστα στην πιο αυστηρή και κλασική τους μορφή, κατά το παράδειγμα του Πετράρχη, αποδεικνύουν πώς μια τόσο «παλιά» μορφή μπορεί να διατηρεί την ουσία και το νόημά της και να προσφέρει αισθητική τέρψη, αιώνες αργότερα. Παρά την ιδιαίτερα απαιτητική και «σφιχτή» δομή του σονέτου, οι στίχοι του Καψάλη θυμίζουν τρεχούμενο νερό, με ρίμες αβίαστες, πρωτότυπες κι απολαυστικές. Από την άλλη, η αυστηρότητα της μορφής συμπορεύεται με την αυστηρή συνοχή που διέπει ολόκληρη τη συλλογή, τόσο θεματολογικά (όπως αναφέρθηκε ήδη), όσο και υφολογικά και γλωσσικά. Η πύκνωση του λόγου φτάνει στον μέγιστο βαθμό, αυτόν που επιτρέπει να ειπωθεί το απαραίτητο χωρίς να γίνει η γλώσσα άκαμπτη.  Πέρα όμως από το δεδομένο πλαίσιο, στο οποίο εντάσσονται, οι στίχοι της συλλογής είναι στίχοι αψεγάδιαστοι, καθένας απ’ τους οποίους δίνει την εντύπωση του μόνου δυνατού. Σαν σε παζλ αποτελούμενο από αναρρίθμητα κομμάτια, ο ποιητής ψάχνει «εδώ κι εκεί» και βρίσκει τελικά μέσα στην απεραντοσύνη των δυνατών συνδυασμών το σωστό ταίρι, δηλαδή το σωστό στίχο, τη σωστή λέξη.

Ο Καψάλης παρατηρεί: «Πλέοντας σε πελάγη παρακμής,/ …, μια νέα καρτερούμε ανάδυση/ κι ανώδυνα βουλιάζουμε – κι εμείς/ κι οι απωλεσμένοι μας παράδεισοι.» Ο ίδιος όμως δεν καρτερεί απλώς, αλλά αποδεικνύει εμπράκτως, εν προκειμένω εμμέτρως, ότι στη θάλασσα της ποίησης ολοένα αναδύεται.



Έλενα Σταγκουράκη
Αθήνα, 28.02.2011 

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Κουκούτσι", τεύχος 4 (καλοκαίρι-φθινόπωρο 2011)